-
1 уникальный
μοναδικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уникальный
-
2 единственный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > единственный
-
3 единственный
единственн||ыйприл μόνος, μοναδικός:\единственныйый сын τό μοναχοπαίδι, ὁ μοναχογιός, ὁ μονογενής ὑἰός· \единственныйый выход ἡ μόνη λύση, ἡ μόνη διέξοδος· один \единственныйый ἕνας καί μοναδικός· \единственныйый в своем роде μοναδικός στό είδος του· ◊ \единственныйое число грам. ὁ ἐνικός ἀριθμός. -
4 единственный
επ., βρ: -вен, -венна, -но1. μοναδικός, ένας και μόνο•единственный сын μοναχογιός•
-ая дочь μοναχοκόρη•
единственный брат μοναδικός αδερφός•
-ая сестра μοναδική αδερφή•
выход из положения μοναδική διέξοδος•
сото την κατάσταση•
-ое решение μοναδική |λύση•
-в своем роде μοναδικός στο είδος του.
2. παλ. εξαιρετικός, υπέροχος.εκφρ.- ое число – ενικός αριθμός•один единственный - – βλ. единственный (1 σημ.). -
5 единственный
единственный μόνος, μοναδικός ◇ \единственныйое число грам. о ενικός αριθμός* * *μόνος, μοναδικός••еди́нственное число́ — грам. ο ενικός αριθμός
-
6 уникальный
-
7 один
1. (числительное) το (αριθμητικό) ένα 2. (единственный) μόνος, μοναδικός 3. (в значении какой-то) ένας, κάποιος 4 (тот же самый, одинаковый) о ίδιος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > один
-
8 поставщик
ο προμηθευτής, ο εφοδια-στής, (продовольствия) о τροφοδότηςсудовой - ο τροφοδότης/προμηθευτής του πλοίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > поставщик
-
9 представитель
ο αντιπρόσωπος, ο εκπρόσωποςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > представитель
-
10 экспортёр
ο εξαγωγέαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > экспортёр
-
11 единйчный
единй||чныйприл μοναδικός, σπάνιος:\единйчныйчный случай ἡ μοναδική (или ἡ σπάνια) περίπτωση. -
12 единый
еди́н||ыйприл1. (единственный) μόνος, μοναδικός:ни \единыйой души нет δέν ὑπάρχει ψυχή·2. (объединенный) ἐνιαίος:\единый фронт τό ἐνιαίο μέτωπο· \единыйое целое τό ἐνιαΐο σύνολο· ◊ все до \единыйого ὅλοι ὡς τόν τελευταίο, ὅλοι ἀνεξαιρέτως. -
13 неповторимый
неповторимыйприл ἀνεπανάλειπτος, μοναδικός / ἀπαράμιλλος (несравненный). -
14 несравненный
несравненн||ыйприл ἀπαράμιλλος, ἀσύγκριτος / μοναδικός (единственный). -
15 несравнимый
несравни́м||ыйприл1. (несравненный) ἀπαράμιλλος, ἀσύγκριτος, ἐξαίρετος, μοναδικός:\несравнимый талант τό ἀπαράμιλλο ταλέντο12. (различный):это \несравнимыйые вещи αὐτά εἶναι δύο πράγματα πού δέν συγκρίνονται. -
16 один...
один||...другой... ὁ ἔνας... ὁ ἀλλος· ни \один... ни другой ὁὔτε ὁ ἔνας οὔτε ὁ ἄλλος· \один... из тысячи ἀπό τους χίλιους ἔνας· я тебе скажу́ только одно́ ἕνα πράμα μόνον θά σοῦ (εί)κῶ· ◊ \один...единственный ἔνας καί μοναδικός· (идти) по одному (πηγαίνουμε) ἔνας-ενας· \один... за другим ὁ ἔνας μετά τόν ἀλλο, ὁ ἕνας κατόπιν τοῦ ἀλλου· \один... на \один... а) (бороться и т. ἡ.) ἀντιμέτωπος, ἔνας μ' ἔνα, δ) (наедине) μόνοι, μεταξύ μας· все до одного́ μέχρι καί τοῦ τελευταίου, ὀλοι μέχρις ἐνός· все как \один... ὀλοι σύσσωμοι· Все за одного, \один... за всех ὁ καθένας γιά ὀλους καί ὀλοι γιά τόν καθένα· одним духом μονομιάς, μονορροῦφι· одним росчерком пера μέ μιά μονοκονδυλιά· одним словом μέ μιά λέξη· в \один... миг ἐν ριπή ὁφθαλμοῦ· в \один... голос μέ μιά φωνή· в \один... прекра́сный день μιά ὠραία ἡμέρα· \один... раз (однажды) μιά φορά· с одной стороны.., с другой стороны... ἀπ' τή μιά..., ἀπ' τήν ἀλλη..., ἀφ' ἐνός μέν..., ἀφ' ἐτερου δέ...· одно из двух ἕνα ἀπό τά δυό· \один... в поле не воин погов. =ί ἔνας κἄν κανένας, μέ ἔναν στρατιώτη μάχη δέν κερδίζεται. -
17 неповторимый
[νιπαφταρίμυΐ] εκ. ανεπανάληπτος, μοναδικός -
18 неповторимый
[νιπαφταρίμυϊ] επ ανεπανάληπτος, μοναδικός -
19 ас
-а α.άσος, μοναδικός, άριστος. -
20 единичный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. μοναδικός, σπάνιος•единичный случай μοναδική περίπτωση.
2. μεμονωμένος, ξεχωριστός• ιδιαίρερος•-ые примеры μεμονωμένα παραδείγματα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μοναδικός — consisting of abstract units masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναδικός — ή, ό (ΑΜ μοναδικός, ή, όν) [μονάς] αυτός που αποτελεί μονάδα, ένας και μόνος, αποκλειστικός («το μοναδικό βιβλιοπωλείο που υπάρχει στις Καρυές δείχνει με τα βιβλία του τί είναι στο Όρος το πνεύμα», Παπαντ.) νεοελλ. (κατ επέκτ.) αυτός που είναι… … Dictionary of Greek
μοναδικός — ή, ό 1. ο μόνος στο είδος του, αποκλειστικός: Η μοναδική έννοια του ήταν η επιστροφή στην πατρίδα. 2. μτφ., αυτός που δεν μπορεί να συγκριθεί, ο έξοχος, ο σπάνιος: Είναι μοναδικός άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοναδικά — μοναδικός consisting of abstract units neut nom/voc/acc pl μοναδικά̱ , μοναδικός consisting of abstract units fem nom/voc/acc dual μοναδικά̱ , μοναδικός consisting of abstract units fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναδικώτερον — μοναδικός consisting of abstract units adverbial comp μοναδικός consisting of abstract units masc acc comp sg μοναδικός consisting of abstract units neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναδικῶν — μοναδικός consisting of abstract units fem gen pl μοναδικός consisting of abstract units masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναδικόν — μοναδικός consisting of abstract units masc acc sg μοναδικός consisting of abstract units neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναδικώτατον — μοναδικός consisting of abstract units masc acc superl sg μοναδικός consisting of abstract units neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναδικαῖς — μοναδικός consisting of abstract units fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναδικαί — μοναδικός consisting of abstract units fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναδικοῖς — μοναδικός consisting of abstract units masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)