Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μονολογώ

  • 1 μονολογώ

    [монолого] р. говорить с самим собой,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μονολογώ

  • 2 ворковать

    -кую, -куешь
    ρ.δ.
    (για περιστέρια, τρυγόνια) γρυλίζω, γρύζω, γρούζω, γουρλίζω. || μτφ. μιλώ ήπια και τρυφερά• μονολογώ.

    Большой русско-греческий словарь > ворковать

  • 3 разговаривать

    ρ.δ.
    1. συνομιλώ, κουβεντιάζω• μιλώ•

    разговаривать по-русски μιλώ ρωσικά.• со-сди -ли до поздней ночи οι γείτονες κουβέντιαζαν ως αργά τη νύχτα•

    работай, некогда разговаривать δούλευε, δεν είναι καιρός για κουβέντα•

    с ним никто не -ет μ αυτόν κανένας δε μιλά•

    мы -ем о музыке, о литературе, об исскустве μιλούμε για τη μουσική, τα Γράμματα, την Τέχνη•

    разговаривать с самим собою μονολογώ, μιλώ με τον εαυτό μου•

    не стоит и разговаривать δεν αξίζει να γίνεται κουβέντα•

    не -ете с таким тоном μη μιλάτε με τέτοιο τόνο•

    довольно -! φτάνει το κουβεντολόι!

    2. βλ. разговорить.

    Большой русско-греческий словарь > разговаривать

См. также в других словарях:

  • μονολογώ — μονολογώ, μονολόγησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μονολογώ — έω μιλώ μόνος χωρίς να υπάρχει κανείς που να μέ ακούει. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονόλογος. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • μονολογώ — μονολόγησα, μιλώ μόνος μου, απευθύνομαι στον εαυτό μου: Τον άκουγαν συχνά να μονολογεί στο δρόμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • εμαυτού — ής (AM ἐμαυτοῡ, ῆς Α και ἐμεωυτοῡ και ἐμωυτοῡ, ῆς) αυτοπαθής αντωνυμία α εν. προσώπου, μόνο στις πλάγιες πτώσεις («εμένα τού ίδιου, τού ίδιου τού εαυτού μου»). νεοελλ. φρ. 1. «ομιλώ κατ εμαυτόν» μονολογώ 2. «διαθέτω κατά βούληση τα εμαυτού» τα… …   Dictionary of Greek

  • παραμιλώ — άω 1. μιλώ πάρα πολύ, είμαι πολύ φλύαρος 2. μιλώ μόνος μου, στον εαυτό μου, μονολογώ 3. λέω ασυνάρτητα λόγια κατά τη διάρκεια τού ύπνου μου, παραληρώ …   Dictionary of Greek

  • υπογογγύζω — ΜΑ σιγομουρμουρίζω, μονολογώ με παράπονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γογγύζω «μουρμουρίζω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»