Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μοναχογιός

  • 1 μοναχογιός

    [монахогьес] ουσ. а. единственный сын.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μοναχογιός

  • 2 единственный

    единственн||ый
    прил μόνος, μοναδικός:
    \единственныйый сын τό μοναχοπαίδι, ὁ μοναχογιός, ὁ μονογενής ὑἰός· \единственныйый выход ἡ μόνη λύση, ἡ μόνη διέξοδος· один \единственныйый ἕνας καί μοναδικός· \единственныйый в своем роде μοναδικός στό είδος του· ◊ \единственныйое число грам. ὁ ἐνικός ἀριθμός.

    Русско-новогреческий словарь > единственный

  • 3 сын

    сын
    м ὁ γιος, ὁ υἱός:
    единственный \сын ὁ μοναχογιός· приемный \сын ὁ ψυχογιός, ὁ θετός υἱός.

    Русско-новогреческий словарь > сын

  • 4 единственный

    επ., βρ: -вен, -венна, -но
    1. μοναδικός, ένας και μόνο•

    единственный сын μοναχογιός•

    -ая дочь μοναχοκόρη•

    единственный брат μοναδικός αδερφός•

    -ая сестра μοναδική αδερφή•

    выход из положения μοναδική διέξοδος•

    сото την κατάσταση•

    -ое решение μοναδική |λύση•

    -в своем роде μοναδικός στο είδος του.

    2. παλ. εξαιρετικός, υπέροχος.
    εκφρ.
    - ое число – ενικός αριθμός•
    один единственный -βλ. единственный (1 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > единственный

  • 5 сын

    -а, κλητ. παλ. сыне, πλθ. сыновья, -ви, -вьям
    κ. (γραπ. λόγος)•

    сыны, -ов α.

    1. γιος, υιός, παιδί•

    единственный сын μοναχογιός• ακριβογιάς.

    2. πλθ. οι κοντινοί απόγο, νοι, η νέα γενιά, τα παιδιά μας.
    3. ιθαγενής, εκπρόσωπος εθνικός•

    сыновья (сыны) Эллады ή Греции παιδιά (γιοι) της Ελλάδας•

    сын отечества παιδί (γιος) της πατρίδας.

    Большой русско-греческий словарь > сын

См. также в других словарях:

  • μοναχογιός — ο ο μοναδικός γιος μιας οικογένειας ή ο μοναδικός μεταξύ δύο ή περισσότερων θυγατέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοναχός + γιος] …   Dictionary of Greek

  • μοναχογιός — ο το μοναδικό αγόρι μιας οικογένειας: Καμαρώνει το μοναχογιό της που έγινε γιατρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κανακάρης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από την Πάτρα. Ήταν πλούσιος γαιοκτήμονας και διετέλεσε στην Κωνσταντινούπολη μωραγιάνης και βεκίλης πριν από την έκρηξη της Επανάστασης. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1820 στην… …   Dictionary of Greek

  • οιόγονος — οἰόγονος, ὁ (Α) ο μονογενής, ο μοναχογιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. αρχαιό γονος, θεό γονος] …   Dictionary of Greek

  • υιός — ο / υἱός, ΝΜΑ, και άχρηστος τ. υἱεύς, και βοιωτ. τ. ὑειός, και λακων. τ. υἱύς, και ὑός, και ὑύς, και Fhιός και συνηρ. τ. ὕς, Α (λόγιος τ.) 1. το αρσενικό παιδί, ο γιος (α. «θετός υιός» β. «Ἕκτορ, υἱὲ Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) εκκλ. «ο υιός… …   Dictionary of Greek

  • Αζάν — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αρκάδα, που είχε γεννηθεί από τον Δία και την Ερατώ. Είχε αδελφούς τον Αφείδαντα και τον Έλατο. Όταν ο Αρκάς μοίρασε το βασίλειό του στα τρία παιδιά του, ο Α. πήρε μια περιοχή που ονομάστηκε Αζανία. Διάδοχος του Α.… …   Dictionary of Greek

  • Γκραντ, Κάρι — (Cary Grant,Μπρίστολ 1904 – 1986). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Βρετανού ηθοποιού Άρτσιμπαλντ Αλεξάντερ Λιτς (Archibald Alexander Leach). Μοναχογιός, έχασε τη μητέρα του σε ηλικία 9 ετών και άρχισε να κάνει διάφορες δουλειές στα περίχωρα του… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Μαξιμιλανός — (Maximilian / Max von Baden, Μπάντεν Μπάντεν 1867 – Ελβετία 1929). Γερμανός πρίγκιπας, γνωστός και ως Μαξ του Μπάντεν. Ήταν μοναχογιός και διάδοχος του πρίγκιπα του Μπάντεν Γουλιέλμου, ενώ κατά την περίοδο 1907 18 διετέλεσε πρόεδρος της Άνω… …   Dictionary of Greek

  • ακριβογιός — ο ο πολυαγαπημένος γιος, ο μοναχογιός: Τον έχουν ακριβογιό, γι αυτό του κάνουν όλα τα χατίρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελπίδα — η 1. προσδοκία, προσμονή, απαντοχή, αναμονή επιθυμητού πράγματος. 2. το πράγμα το οποίο ελπίζει κανείς ή το πρόσωπο από το οποίο ελπίζει κάτι: Ο μοναχογιός του είναι η μοναδική του ελπίδα. 3. ως κύρ. όν., Ελπίδα όνομα γυναικών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»