-
1 μονάρχης
[монархис] ουσ. а. самодержец, монарх,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μονάρχης
-
2 монарх
монархм ὁ μονάρχης. -
3 самодержец
самодержецм ὁ αὐτοκράτορας [-ωρ], ὁ ἀπόλυτος μονάρχης. -
4 монарх
[μανάρχ] ουσ. α μονάρχης -
5 монарх
[μανάρχ] ουσ α μονάρχης -
6 венценосец
-сца, α.παλ. εστεμμένος, άναξ, μονάρχης. -
7 властелин
-а α.(υψ. ύφος) μονοκράτορας, μονάρχης, άναξ. || κύριος, αφέντης•своей судьбы κύριος της τύχης του.
-
8 всемогущий
επ., βρ: -гущ, -а, -еπαντοδύναμος•всемогущий властелин ο παντοδύναμος μονάρχης,
ουσ. Παντοδύναμος (ο Θεός). -
9 единоличный
επ.1. ατομικός•-ое мнение ατομική γνώμη.
|| μοναδικός, μόνος, ένας•единоличный царь ο μονάρχης.
2. μονονοικοκυρικός, μονονοικοκυρίστικος. -
10 кесарь
-я α.καίσαρ (τίτλος ρωμαϊκός). || παλ. κυρίαρχος• μονάρχης. -
11 король
-α α.1. βασιλιάς, μονάρχης. || υπέρτερος (στο κάλλος, ικανότητα κ.τ.τ.)μονοπωλητής•король нефти βασιλιάς πετρελαίων•
король кожаного мяча βασιλιάς του ποδοσφαίρου.
2. παπάς (φιγούρα παιγνιόχαρτου).3. (σκάκι) βασιλιάς. -
12 монарх
-а α.μονάρχης. -
13 порфироносец
-сца α. παλ. πορφυροφόρος (βασιλιάς, μονάρχης). -
14 самодержец
-ща α. μονάρχης, αυτοκράτορας• ηγεμόνας.
См. также в других словарях:
μονάρχης — masc nom sg μοναρχέω to be sovereign imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονάρχης — Μια εντυπωσιακή ως προς τον χρωματισμό και το μέγεθος πεταλούδα της Βόρειας Αμερικής (είδος Danaus plexippus της οικογένειας των δαναϊδων της τάξης των λεπιδόπτερων). Έχει έκταση φτερών μέχρι 8 εκ. και σχηματίζει μεγάλα σμήνη που μετακινούνται… … Dictionary of Greek
μονάρχης — ο ο ανώτατος άρχοντας που ασκεί κληρονομική εξουσία, ο βασιλιάς, ο αυτοκράτορας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοναρχῶν — μονάρχης masc gen pl μοναρχέω to be sovereign pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονάρχην — μονάρχης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονάρχῃ — μονάρχης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
απολυταρχία — Πολιτικό σύστημα στο οποίο ο ανώτατος άρχοντας συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες και τις ασκεί χωρίς κανέναν περιορισμό. Η θεωρία ότι o μονάρχης αντλεί την εξουσία του από τον Θεό και ότι είναι συνεπώς ανεξέλεγκτος εκπρόσωπός του στη Γη, εμφανίζεται … Dictionary of Greek
Ομάν — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει Δ με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και με τη Σαουδική Αραβία και ΝΔ με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Υεμένης. Βρέχεται Δ από τη θάλασσα της Αραβίας.Η περιοχή του Ο. βρίσκεται στο απώτατο νοτιοδυτικό άκρο της Αραβικής… … Dictionary of Greek
Monarca — (Del gr. monarkhes.) ► sustantivo masculino POLÍTICA Soberano de un estado cuya forma de gobierno es la monarquía: ■ el monarca asistió a la ceremonia de inauguración. SINÓNIMO rey * * * monarca (del lat. tardío «monarcha», del gr. «monárchēs») m … Enciclopedia Universal
θεοκρατία — Μορφή διακυβέρνησης στην οποία η πολιτική εξουσία είναι υποταγμένη στη θρησκευτική εξουσία ή στην εξουσία ενός προσώπου, κάστας ή οργάνωσης που ισχυρίζεται ότι την κατέχει απευθείας από τον Θεό. Μια πρώτη μορφή θ., η πιο συχνή κατά την αρχαιότητα … Dictionary of Greek