Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μονάρχης

См. также в других словарях:

  • μονάρχης — masc nom sg μοναρχέω to be sovereign imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονάρχης — Μια εντυπωσιακή ως προς τον χρωματισμό και το μέγεθος πεταλούδα της Βόρειας Αμερικής (είδος Danaus plexippus της οικογένειας των δαναϊδων της τάξης των λεπιδόπτερων). Έχει έκταση φτερών μέχρι 8 εκ. και σχηματίζει μεγάλα σμήνη που μετακινούνται… …   Dictionary of Greek

  • μονάρχης — ο ο ανώτατος άρχοντας που ασκεί κληρονομική εξουσία, ο βασιλιάς, ο αυτοκράτορας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μοναρχῶν — μονάρχης masc gen pl μοναρχέω to be sovereign pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονάρχην — μονάρχης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονάρχῃ — μονάρχης masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • απολυταρχία — Πολιτικό σύστημα στο οποίο ο ανώτατος άρχοντας συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες και τις ασκεί χωρίς κανέναν περιορισμό. Η θεωρία ότι o μονάρχης αντλεί την εξουσία του από τον Θεό και ότι είναι συνεπώς ανεξέλεγκτος εκπρόσωπός του στη Γη, εμφανίζεται …   Dictionary of Greek

  • Ομάν — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει Δ με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και με τη Σαουδική Αραβία και ΝΔ με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Υεμένης. Βρέχεται Δ από τη θάλασσα της Αραβίας.Η περιοχή του Ο. βρίσκεται στο απώτατο νοτιοδυτικό άκρο της Αραβικής… …   Dictionary of Greek

  • Monarca — (Del gr. monarkhes.) ► sustantivo masculino POLÍTICA Soberano de un estado cuya forma de gobierno es la monarquía: ■ el monarca asistió a la ceremonia de inauguración. SINÓNIMO rey * * * monarca (del lat. tardío «monarcha», del gr. «monárchēs») m …   Enciclopedia Universal

  • θεοκρατία — Μορφή διακυβέρνησης στην οποία η πολιτική εξουσία είναι υποταγμένη στη θρησκευτική εξουσία ή στην εξουσία ενός προσώπου, κάστας ή οργάνωσης που ισχυρίζεται ότι την κατέχει απευθείας από τον Θεό. Μια πρώτη μορφή θ., η πιο συχνή κατά την αρχαιότητα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»