Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

μολ

См. также в других словарях:

  • μολ — (χημ. μετρολ.) μονάδα ποσότητας ύλης τού Διεθνούς Συστήματος μονάδων, με σύμβολο mol, ισοδύναμη με την ποσότητα τής ύλης ενός συστήματος στοιχειωδών σωματιδίων ατόμων, μορίων κ.ά. ίσο με τον αριθμό τών ατόμων που περιέχονται σε μάζα 0,012… …   Dictionary of Greek

  • Μόλ' — Μόλε , Μόλος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόλ' — μόλε , βλώσκω go or come aor imperat act 2nd sg μόλε , βλώσκω go or come aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολ(λ)ωχτός — ή, ο βλ. μουλ(λ)ωχτός …   Dictionary of Greek

  • καταμολίσκω — (Α) καταβλώσκω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μολ ίσκω (< θ. μολ τού αορ. β ἔ μολ ον τού ρ. βλώσκω «έρχομαι» + επίθημα ίσκ ω)] …   Dictionary of Greek

  • μοριακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα μόρια τών σωμάτων («μοριακή θεωρία») 2. φρ. α) «μοριακή βιολογία» βιολ. επιστημονικός τομέας που ασχολείται με τη μελέτη τών δομών και διαδικασιών τών βιολογικών φαινομένων στο μοριακό επίπεδο β) «μοριακή …   Dictionary of Greek

  • Ντεφόε, Ντάνιελ — (Daniel Defoe, Λονδίνο περ. 1660 – Μούρφιλντς 1731). Άγγλος συγγραφέας. Γιος εμπόρου, ασχολήθηκε κι αυτός για ένα διάστημα με το εμπόριο. Η ζωή όμως και η προσωπικότητα του Ν. δεν είναι εκείνες του τίμιου και επίμονου βιοτέχνη, του υπομονετικού… …   Dictionary of Greek

  • μολίσκω — (Α) βλώσκω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μολ τού ἔ μολ ον, αόρ. β τού βλώσκω + θαμιστ. επίθημα ίσκω (πρβλ. κλη ίσκω)] …   Dictionary of Greek

  • μονόξινος — η, ο χημ. όρος που χρησιμοποιείται στη χημεία για να χαρακτηρίσει α) τις βάσεις που ένα μολ τους σε υδατικό διάλυμα αποδίδει ένα μολ ανιόντων υδροξυλίου, και β) τα όξινα άλατα τα οποία περιέχουν στον χημικό τους τύπο ένα μόνο άτομο υδρογόνου… …   Dictionary of Greek

  • μουλ(λ)ωχτός — και μολ(λ)ωχτός και μολ(λ)οχτός, ή, ό (Μ μουλ[λ]ωτός, ή, ό[ν]) [μουλ(λ)ώχνω] 1. σιωπηλός, άφωνος ακίνητος 2. αυτός που ενεργεί ύπουλα και αθόρυβα, κρυψίνους («μουλωχτό σκυλί») νεοελλ. παροιμ. «ο θεός να σέ φυλάει από μουλωχτό ποτάμι» λέγεται για… …   Dictionary of Greek

  • Σμίτς, Γιάκομπ — (Smits). Βέλγος ζωγράφος ολλανδικής καταγωγής (Ρότερνταμ 1856 Μολ, Ανβέρσα 1928). Σπούδασε σε διάφορες ευρωπαϊκές Ακαδημίες (Ρότερνταμ, Βρυξέλλες, Μόναχο, Βιέννη κλπ.) και έζησε για αρκετό καιρό στην Ιταλία, όπου ασχολήθηκε με την αντιγραφή έργων …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»