Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

μνήμα

  • 1 памятник

    памятник м 1) το μνημείο·ο ανδριάντας (скульптура) надгробный \памятник το μνήμα 2) мн.: \памятники (старины) τα αρχαία, οι αρχαιότητες
    * * *
    м
    1) το μνημείο; ο ανδρίαντας ( скульптура)

    надгро́бный па́мятник — το μνήμα

    2) мн.

    па́мятники (старины́) — τα αρχαία, οι αρχαιότητες

    Русско-греческий словарь > памятник

  • 2 могила

    θ.
    τάφος, μνήμα•

    возложить венок на -у καταθέτω στεφάνι στο μνήμα•

    вы-рить -у σκάβω τον τάφο.

    || ως κατηγ. είναι επικίνδυνα, πολύ άσχημα. || ως κατηγ. είναι πολύ εχέμυθος (ταφόπετρα).
    εκφρ.
    до самой -ы – ως τον τάφο (ως το θάνατο)•
    найти (себе) -у – βρίσκω τον τάφο μου (το τέλος μου)•
    рыть (копить) -у кому – σκάβω το λάκκο κάποιου (προσπαθώ να βλάψω κάποιον)•
    свести в -у кого – κάνω κάποιον για τον τάφο (για θάνατο)•
    смотреть (глядеть) в -у – βλέπω το χάρο με τα μάτια (αντικρύζω το θάνατο)•
    сойти в -у – κατεβαίνω (αποδημώ) στον άλλο κόσμο•
    унести (с собой) в -у – το παίρνω μαζί μου στον τάφο (δε βγάζω το μυστικό)•
    быть на краю -ы – είμαι, στο χείλος του τάφου (είμαι με το ένα πόδι στον τάφο).

    Большой русско-греческий словарь > могила

  • 3 гробница

    гробница
    ж ὁ τάφος, τό μνήμα.

    Русско-новогреческий словарь > гробница

  • 4 могила

    моги́л||а
    ж ὁ τάφος, τό μνήμα:
    бра́т-ская \могила ὁ κοινός τάφος.

    Русско-новогреческий словарь > могила

  • 5 гробница

    [γκραμπνίτσα] ουσ. Θ. τάφος, μνήμα

    Русско-греческий новый словарь > гробница

  • 6 гробница

    [γκραμπνίτσα] ουσ θ τάφος, μνήμα

    Русско-эллинский словарь > гробница

  • 7 гроб

    -а, προθτ. в -у, на -е, κ. на -у, о -е, πλθ. -ы и. -а.
    1. φέρετρο (νεκρού), κάσσα, κιβούρι, νεκροσέντουκο, νεκροκρέβατο.
    2. παλ. μνήμα, τάφος.
    3. (απλ.) χαμός, θάνατος, τέλος• πολύ άσχημα.
    εκφρ.
    до -а – ως τον τάφο, ως το θάνατο•
    верность до -а – πίστη ως το θάνατο•
    по гроб (жизни)απλ. ως το θάνατο•
    в гроб вогнать ή вколотить, свестиκ.τ.τ. εξωθώ, χτυπώ, φέρω, βασανίζω μέχρι θάνατο•
    в гроб глядеть ή смотреть – βλέπω το χάρο (με τα μάτια)•
    быть на краю -а•, стоять одной ногой в -у – είμαι στο χείλος του τάφου• είμαι με το ένα πόδι στον τάφο•
    близок к -у – ετοιμοθάνατος, κοντόμερος, μελλοθάνατος•
    идти за -ом – πηγαίνω στην κηδεία, ακολουθώ την κηδεία•
    хоть в гроб ложись – (για κατάσταση) είναι αξιοθρήνητη, για χαμό, για κλάματα.

    Большой русско-греческий словарь > гроб

  • 8 гробница

    θ.
    τάφος, μνήμα.

    Большой русско-греческий словарь > гробница

  • 9 захоронение

    ουδ. (γραπ. λόγος) ενταφιασμός, -ση. || μνήμα, τάφος.

    Большой русско-греческий словарь > захоронение

  • 10 монумент

    α.
    1. μνημείο (αναμνηστικότεκτονικό ή γλυπτικό έργο).
    2. επιτάφια μαρμάρινη ή γρανίτινη πλάκα, ταφόπετρα, μνήμα, τάφος.

    Большой русско-греческий словарь > монумент

  • 11 навалить

    -валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω κάτι βαρΰ, ογκώδες τοποθετώ, βάζω•

    мешок на телегу ρίχνω το τσουβάλι πάνω στο κάρο•

    -ли камень на могилу έβαλαν την ταφόπετρα στο μνήμα.

    || μτφ. φορτώνω, επιφορτίζω, επιβαρύνω•

    -ли на меня кучу забот με φόρτωσαν ένα σωρό φροντίδες.

    2. συσσωρεύω, σωριάζω, τοποθετώ άτακτα. || φορτώνω, γεμίζω.
    3. (για χιόνι) ρίχνω πολΰ•

    -ло много сн-гу χιόνισε πολύ.

    4. συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι•

    народу -ло на площадь πλήθος λαού κατέκλυσε την πλατεία.

    5. (για φύλλα κ.τ.τ.) απρόσ. πέφτω σωρηδόν.
    1. επιπίπτω, πέφτω (ρίχνομαι) επάνω•

    навалить грудью πέφτω επάνω με το στήθος.

    || μτφ. φορτώνομαι, επιφορτίζομαι, επιβαρύνομαι. || μτφ. κυριεύομαι, κατέχομαι.
    2. μτφ. ορμώ, επιπίπτω μανιασμένα. || (για φαγητό) ρίχνομαι, τρώγω λαίμαργα.
    3. (ναυτ.) κλίνω γέρνω.
    4. πέφτω σωρηδόν.

    Большой русско-греческий словарь > навалить

См. также в других словарях:

  • μνῆμα — memorial neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνήμα — το (ΑΜ μνῆμα, Μ και μνῆμαν, Α δωρ. και αιολ. μνᾱμα) οικοδόμημα ή ύψωμα προς τιμή νεκρού, τάφος, τύμβος (α. «το μονοπάτι μ έβγαλε σ ένα ρημοκλησσάκι, που ταν τα μνήματα πολλά, πολλά κι αντρειωμένα», δημ. τραγούδι β. «μνήματα ἐποίησαν ἐν πάσῃσι… …   Dictionary of Greek

  • μνήμα — το, ατος 1. το μέρος όπου θάβεται ο νεκρός, τάφος, τύμβος, κτίσμα προς τιμή του νεκρού. 2. στον πληθ., τα μνήματα το νεκροταφείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μνήμας — Μνήμᾱς , Μνήμη remembrance fem acc pl Μνήμᾱς , Μνήμη remembrance fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνήμας — μνήμᾱς , μνήμη remembrance fem acc pl μνήμᾱς , μνήμη remembrance fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνᾶμα — μνῆμα memorial neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μνήμαι — Μνήμᾱͅ , Μνήμη remembrance fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνήμαι — μνήμᾱͅ , μνήμη remembrance fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μνήμαν — Μνήμᾱν , Μνήμη remembrance fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνήμαν — μνήμᾱν , μνήμη remembrance fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μέγαρα — Πόλη (23.032 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος αποτελεί το δεύτερο μεγάλο πτηνοτροφικό κέντρο της Ελλάδας, μετά την Εύβοια. Το αρχαίο κράτος των Μεγάρων. Η αρχαία πόλη των Μ. όπως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»