-
1 памятник
памятник м 1) το μνημείο·ο ανδριάντας (скульптура) надгробный \памятник το μνήμα 2) мн.: \памятники (старины) τα αρχαία, οι αρχαιότητες* * *м1) το μνημείο; ο ανδρίαντας ( скульптура)надгро́бный па́мятник — το μνήμα
2) мн.па́мятники (старины́) — τα αρχαία, οι αρχαιότητες
-
2 могила
-ы θ.τάφος, μνήμα•возложить венок на -у καταθέτω στεφάνι στο μνήμα•
вы-рить -у σκάβω τον τάφο.
|| ως κατηγ. είναι επικίνδυνα, πολύ άσχημα. || ως κατηγ. είναι πολύ εχέμυθος (ταφόπετρα).εκφρ.до самой -ы – ως τον τάφο (ως το θάνατο)•найти (себе) -у – βρίσκω τον τάφο μου (το τέλος μου)•рыть (копить) -у кому – σκάβω το λάκκο κάποιου (προσπαθώ να βλάψω κάποιον)•свести в -у кого – κάνω κάποιον για τον τάφο (για θάνατο)•смотреть (глядеть) в -у – βλέπω το χάρο με τα μάτια (αντικρύζω το θάνατο)•сойти в -у – κατεβαίνω (αποδημώ) στον άλλο κόσμο•унести (с собой) в -у – το παίρνω μαζί μου στον τάφο (δε βγάζω το μυστικό)•быть на краю -ы – είμαι, στο χείλος του τάφου (είμαι με το ένα πόδι στον τάφο). -
3 гробница
гробницаж ὁ τάφος, τό μνήμα. -
4 могила
моги́л||аж ὁ τάφος, τό μνήμα:бра́т-ская \могила ὁ κοινός τάφος. -
5 гробница
[γκραμπνίτσα] ουσ. Θ. τάφος, μνήμα -
6 гробница
[γκραμπνίτσα] ουσ θ τάφος, μνήμα -
7 гроб
-а, προθτ. в -у, на -е, κ. на -у, о -е, πλθ. -ы и. -а.1. φέρετρο (νεκρού), κάσσα, κιβούρι, νεκροσέντουκο, νεκροκρέβατο.2. παλ. μνήμα, τάφος.3. (απλ.) χαμός, θάνατος, τέλος• πολύ άσχημα.εκφρ.до -а – ως τον τάφο, ως το θάνατο•верность до -а – πίστη ως το θάνατο•по гроб (жизни) – απλ. ως το θάνατο•в гроб вогнать ή вколотить, свести – κ.τ.τ. εξωθώ, χτυπώ, φέρω, βασανίζω μέχρι θάνατο•в гроб глядеть ή смотреть – βλέπω το χάρο (με τα μάτια)•быть на краю -а•, стоять одной ногой в -у – είμαι στο χείλος του τάφου• είμαι με το ένα πόδι στον τάφο•близок к -у – ετοιμοθάνατος, κοντόμερος, μελλοθάνατος•идти за -ом – πηγαίνω στην κηδεία, ακολουθώ την κηδεία•хоть в гроб ложись – (για κατάσταση) είναι αξιοθρήνητη, για χαμό, για κλάματα. -
8 гробница
-ы θ.τάφος, μνήμα. -
9 захоронение
-я ουδ. (γραπ. λόγος) ενταφιασμός, -ση. || μνήμα, τάφος. -
10 монумент
-а α.1. μνημείο (αναμνηστικότεκτονικό ή γλυπτικό έργο).2. επιτάφια μαρμάρινη ή γρανίτινη πλάκα, ταφόπετρα, μνήμα, τάφος. -
11 навалить
-валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наваленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. ρίχνω κάτι βαρΰ, ογκώδες τοποθετώ, βάζω•мешок на телегу ρίχνω το τσουβάλι πάνω στο κάρο•
-ли камень на могилу έβαλαν την ταφόπετρα στο μνήμα.
|| μτφ. φορτώνω, επιφορτίζω, επιβαρύνω•-ли на меня кучу забот με φόρτωσαν ένα σωρό φροντίδες.
2. συσσωρεύω, σωριάζω, τοποθετώ άτακτα. || φορτώνω, γεμίζω.3. (για χιόνι) ρίχνω πολΰ•-ло много сн-гу χιόνισε πολύ.
4. συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι•народу -ло на площадь πλήθος λαού κατέκλυσε την πλατεία.
5. (για φύλλα κ.τ.τ.) απρόσ. πέφτω σωρηδόν.1. επιπίπτω, πέφτω (ρίχνομαι) επάνω•навалить грудью πέφτω επάνω με το στήθος.
|| μτφ. φορτώνομαι, επιφορτίζομαι, επιβαρύνομαι. || μτφ. κυριεύομαι, κατέχομαι.2. μτφ. ορμώ, επιπίπτω μανιασμένα. || (για φαγητό) ρίχνομαι, τρώγω λαίμαργα.3. (ναυτ.) κλίνω γέρνω.4. πέφτω σωρηδόν.
См. также в других словарях:
μνῆμα — memorial neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνήμα — το (ΑΜ μνῆμα, Μ και μνῆμαν, Α δωρ. και αιολ. μνᾱμα) οικοδόμημα ή ύψωμα προς τιμή νεκρού, τάφος, τύμβος (α. «το μονοπάτι μ έβγαλε σ ένα ρημοκλησσάκι, που ταν τα μνήματα πολλά, πολλά κι αντρειωμένα», δημ. τραγούδι β. «μνήματα ἐποίησαν ἐν πάσῃσι… … Dictionary of Greek
μνήμα — το, ατος 1. το μέρος όπου θάβεται ο νεκρός, τάφος, τύμβος, κτίσμα προς τιμή του νεκρού. 2. στον πληθ., τα μνήματα το νεκροταφείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μνήμας — Μνήμᾱς , Μνήμη remembrance fem acc pl Μνήμᾱς , Μνήμη remembrance fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνήμας — μνήμᾱς , μνήμη remembrance fem acc pl μνήμᾱς , μνήμη remembrance fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνᾶμα — μνῆμα memorial neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μνήμαι — Μνήμᾱͅ , Μνήμη remembrance fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνήμαι — μνήμᾱͅ , μνήμη remembrance fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μνήμαν — Μνήμᾱν , Μνήμη remembrance fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνήμαν — μνήμᾱν , μνήμη remembrance fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μέγαρα — Πόλη (23.032 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος αποτελεί το δεύτερο μεγάλο πτηνοτροφικό κέντρο της Ελλάδας, μετά την Εύβοια. Το αρχαίο κράτος των Μεγάρων. Η αρχαία πόλη των Μ. όπως… … Dictionary of Greek