-
1 μνησικακώ
[мнисикако] р. быть злопамятным,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μνησικακώ
-
2 лихо
лихо Iс (зло) ἡ μνησικακία· ◊ поминать \лихом μνησικακώ, κρατώ κακία· не поминайте \лихом μή μοῦ κρατάτε κακία.ли́хо IIнареч λεβέντικα, παλληκαρἡ-σια -
3 лихо
лихо 1-а ουδ.(παλ. κ. απλ.) κακό, δυστυχία, συμφορά•от -а не уйдёшь από το κακό δε θα γλυτώσεις.
εκφρ.не поминать -ом кого – δεν κρατώ κακία για κάποιον ή δεν μνησικακώ για κάποιον•узнать, почём фунт -а – ξέρω τι θα πεί δυστυχία•хватить ή хлебнуть -а – περνώ πολλά βάσανα, μεγάλη δυστυχία.лихо 2επίρ.1. επίρ. κακώς, βλαβερά, μοχθηρά.2. ως κατηγ. είναι άσχημα, βαριά.
См. также в других словарях:
μνησικακώ — (ΑΜ μνησικακῶ, έω) [μνησίκακος] εμφορούμαι από μνησικακία, κρατώ κακία σε κάποιον για κακό που μού έκανε («πόλλ ἂν ἐχόντων μνησικακῆσαι καὶ Κορινθίοις... τῶν περὶ τὸν πόλεμον πραχθέντων», Δημοσθ.) αρχ. φρ. α) «μηδὲν μνησικακεῑν» και «μὴ… … Dictionary of Greek
μνησικακώ — μνησικάκησα, δεν ξεχνώ το κακό που μου έκαναν και θέλω να εκδικηθώ: Μνησικακεί σε βάρος των συναδέλφων της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μνησικακῶ — μνησικακέω remember past injuries pres subj act 1st sg (attic epic doric) μνησικακέω remember past injuries pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνησικάκῳ — μνησίκακος bearing malice masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμνησικακώ — ( έω) (Α ἀμνησικακῶ) δεν μνησικακώ, δεν κρατώ κακία απέναντι σ’ αυτούς που μέ έβλαψαν, συγχωρώ και ξεχνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμνησίκακος. ΠΑΡ. αρχ. ἀμνησικάκητος] … Dictionary of Greek
απομνησικακώ — ἀπομνησικακῶ ( έω) (Α) μνησικακῶ … Dictionary of Greek
βαστάζω — και βαστώ ( άω) και βασταίνω και βαστάνω (AM βαστάζω, Μ και βαστῶ και βασταίνω και βαστάνω) 1. κρατώ κάτι με το χέρι 2. μεταφέρω 3. υπομένω, υποφέρω μσν. νεοελλ. 1. (για έγκυο γυναίκα) κυοφορώ 2. φορώ 3. κατέχω («βαστάει τα κλειδιά») 4. τηρώ… … Dictionary of Greek
ενέχω — (AM ἐνέχω) [έχω] 1. μέσ. έχω ενοχή σε κάτι, είμαι ένοχος, είμαι μπλεγμένος σε κολάσιμη πράξη («ενέχεται σε φόνο») 2. είμαι υπεύθυνος, συμμετέχω στην ευθύνη νεοελλ. εμπεριέχω, κρύβω μέσα μου («το γεγονός ενέχει κινδύνους») αρχ. 1. (με δοτ. προσ.… … Dictionary of Greek
κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… … Dictionary of Greek
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek
μανιοκρατώ — (Μ) (μτβ.) διατηρώ την οργή μου εναντίον κάποιου, μνησικακώ, έχω την επιθυμία να εκδικηθώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανία + κρατῶ (πρβλ. τρομο κρατώ)] … Dictionary of Greek