-
1 μνημείο
[мнимио] ουσ. о. памятник.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μνημείο
-
2 памятник
-а α.1. μνημείο• ανδριάντας• άγαλμα•памятник Колокотронису в Афинах ο ανδριάντας του Κολοκοτρώνη στην Αθήνα•
памятник павшим μνημείο των πεσόντων.
2. τύμβος• επιτύμβιος λίθος, επιτάφια πλάκα ταφόπετρα το επιτύμβιο (επίγραμμα).3. έργο παρελθόντος•археологический памятник αρχαιολογικό μνημείο•
литературный памятник λογοτεχνικό μνημείο•
памятник народного творчества μνημειώδες έργο λαϊκής δημιουργίας.
-
3 памятник
1. (сооружение в память ка-кого-л. лица, события) το μνημείο, ο ανδριάντας 2. (предмет материальной культуры прошлого) το μνημείο, τα αξιοθέατα (πλ.) 3. (произведение древней письменности) το λογοτεχνικό μνημείο/έργο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > памятник
-
4 мемориал
-
5 монумент
-
6 памятник
памятник м 1) το μνημείο·ο ανδριάντας (скульптура) надгробный \памятник το μνήμα 2) мн.: \памятники (старины) τα αρχαία, οι αρχαιότητες* * *м1) το μνημείο; ο ανδρίαντας ( скульптура)надгро́бный па́мятник — το μνήμα
2) мн.па́мятники (старины́) — τα αρχαία, οι αρχαιότητες
-
7 ставить
ставить 1) βάζω, τοποθετώ; \ставить что-л. на стол βάζω κάτι πάνω στο τραπέζι; \ставить термометр βάζω το θερμόμετρο 2) (устанавливать) στήνω; \ставить памятник ανεγείρω μνημείο 3) театр, ανεβάζω στη σκηνή, σκηνοθετώ ◇ \ставить диагноз κάνω διάγνωση; \ставить на голосование βάζω σε ψηφοφορία* * *1) βάζω, τοποθετώста́вить что-л. на стол — βάζω κάτι πάνω στο τραπέζι
ста́вить термо́метр — βάζω το θερμόμετρο
2) ( устанавливать) στήνωста́вить па́мятник — ανεγείρω μνημείο
3) театр. ανεβάζω στη σκηνή, σκηνοθετώ••ста́вить диа́гноз — κάνω διάγνωση
ста́вить на голосова́ние — βάζω σε ψηφοφορία
-
8 монумент
το μνημείο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > монумент
-
9 монумент
монументм τ,ό μνημεῖο[ν]. -
10 памятник
памятникм τό μνημεῖο[ν] / ὁ ἀνδριάς, τό ἀγαλμα (статуя):\памятник Пушкину ὁ ἀνδριάς τοῦ Ποῦσκιν· надгробный \памятник τό μνημεῖον, ὁ τύμβος· \памятникн письменности μνημεία ἀρχαίας γραφής· воздвигнуть \памятник ἐγείρω μνημείον. -
11 ставить
ставитьнесов1. βάζω, τοποθετώ, θέτω:\ставить в ряд βάζω στή σειρά· \ставить что́-л. на стол βάζω κάτι στό τραπέζι·2. (компресс и т. п.) ἐπιθέτω, βάζω:\ставить кому́-л. банки βάζω κάποιου βεντοῦζες· \ставить термометр βάζω τό θερμόμετρο·3. (пьесу и т. п.) ἀνεβάζω ἔργο:\ставить о́перу ἀνεβάζω ὄπερα·4. (устанавливать) ἀνεγείρω, στήνω:\ставить памятник στήνω μνημείο, στήνω ἄγαλμα, ἀνεγείρω ἀνδριάντα· \ставить телефон βάζω τηλέφωνο·5. (в игре) ποντάρω· ◊ \ставить диагноз κάνω διάγνωση· \ставить условия θέτω ὅρους· \ставить кого-л. во главе́ чего-л. βάζω κάποιον ἐπί κεφαλής· \ставить вопрос θέτω τό ζήτημα· \ставить под вопрос ἀμφισβητώ, θέτω ὑπό ἀμφισβήτησιν \ставить в трудное положение βάζω σέ δύσκολη θέση· \ставить на голосование βάζω σέ ψηφοφορία, θέτω είς ψηφοφορίαν \ставить свою подпись βάζω τήν ὑπογραφή μου· ни в грош не \ставить кого-л. разг δένΛογαριάζω κάποιον (γιά τίποτα)· \ставить все на карту διακυβεύω τά πάντα, τά παίζω ὅλα γιά ὅλα. -
12 монумент
[μανουμιέντ] ουσ. α. μνημείο -
13 монумент
[μανουμιέντ] ουσ α μνημείο -
14 дольмен
-а α.αρχαίο μονόλιθο μνημείο. -
15 массивный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно.1. ογκώδης, βαρύς• στερεός•-ая мебель ογκώδες έπιπλο•
массивный памятник ογκώδες μνημείο.
2. (για ανθρώπους, ζώα) μεγαλόσωμος, σωματώδης, ευμεγέθης. -
16 мегалит
-а α.μεγαλιθικό μνημείο. -
17 монумент
-а α.1. μνημείο (αναμνηστικότεκτονικό ή γλυπτικό έργο).2. επιτάφια μαρμάρινη ή γρανίτινη πλάκα, ταφόπετρα, μνήμα, τάφος. -
18 надгробие
-я ουδ.επιτύμβιο μνημείο.(απλ.)-επιγραφή επιτύμβια. -
19 намогильный
επ.επιτάφιος, επιτύμβιος•крест επιτάφιος σταυρός•
намогильный памятник επιτύμβιο μνημείο.
-
20 павший
επ. από μτχ.πεσών. || ως ουσ. ο πεσών•павший в бою ο πεσών στη μάχη•
павший на поле брани ο πεσών στο πεδίο της μάχης.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μνημείο — Κάθε τι και κυρίως κάθε κτίσμα στήλη, τύμβος κλπ. που προορίζεται να συμβολίσει μια ιδέα ή να τιμήσει και να διαιωνίσει τη μνήμη κάποιου σημαντικού γεγονότος ή προσώπου. Τα προϊστορικά ντόλμεν, οι πυραμίδες, οι τύμβοι, είναι μνημεία αυτού του… … Dictionary of Greek
μνημείο — το 1. κτίσμα προς τιμή του νεκρού. 2. αρχιτεκτονικό ή γλυπτικό έργο που κατασκευάστηκε προς τιμή ενός προσώπου ή γεγονότος: Το μνημείο των πεσόντων. 3. έργο τέχνης ή λόγου που χαρακτηρίζει μια εποχή: Το Κολοσσαίο είναι ρωμαϊκό μνημείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λυσικράτη, μνημείο του- — Μνημείο της αρχαίας Αθήνας, χορηγός του οποίου υπήρξε ο Αθηναίος πολίτης Λυσικράτης (4ος αι. π.Χ.). Η ανέγερσή του χρονολογείται στο 335/4 π.Χ. Πάνω σε αυτό τοποθετήθηκε ένας χάλκινος τρίποδας με τον οποίο είχε βραβευθεί ο Λυσικράτης. Το μνημείο… … Dictionary of Greek
Αγκυρανό μνημείο — Δίγλωσση επιγραφή του 15 π.Χ. στα ελληνικά και στα λατινικά πάνω σε μάρμαρο, που βρέθηκε στην Άγκυρα σε καλή κατάσταση. Αποτελούσε μέρος του Αυγουσταίου, ναού του αυτοκράτορα Αυγούστου στην Άγκυρα, και αποτελεί αντίγραφο και μετάφραση ενός… … Dictionary of Greek
οβελίσκος — Μνημείο της αρχαίας Αιγύπτου, τετράεδρος, επιμήκης λίθινος στύλος –συνήθως μονολιθικός– που καταλήγει σε πυραμοειδή κορυφή. Η εμφάνιση του ο. συνδέεται με τη λατρεία του Ρα και παραμένει πάντοτε ηλιακό σύμβολο. Τα αρχαιότερα δείγματα ανάγονται… … Dictionary of Greek
Δασκαλόπετρα — Μνημείο της Χίου, στην περιοχή του Βροντάδου, το οποίο είναι επίσης γνωστό ως Πέτρα του Ομήρου. Πρόκειται για έναν λαξευμένο βράχο με έναν βωμό στη μία πλευρά του, ύψους ενός μέτρου, που προήλθε επίσης από τον βράχο και στον οποίο διακρίνονται… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… … Dictionary of Greek