-
1 μνήμη
[мними] ουσ. Θ. память,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μνήμη
-
2 память
-и θ.1. μνήμη, μνημονικό, θυμητικό•слабая память αδύνατη μνήμη•
это никогда не выйдет из моей -и αυτό δε θα το ξεχάσω ποτέ•
зрительная память οπτική μνήμη•
тврдая γερή μνήμη•
лишиться -и στερούμαι μνήμης, έχασα το θυμητικό•
мне пришло на память μου ήρθε στη μνήμη•
удержать в-и κρατώ (διατηρώ) στη μνήμη•
если память не изменяет αν δε με απατά η μνήμη•
написать на память γράφω από μνήμης•
выучить на память απομνημονεύω•
приводить что-л. кому на память φέρω στη μνήμη κάποιου (υπενθυμίζω)•
приводить себе на память ξαναφέρω στη μνήμη μου.
2. ανάμνηση•чтить память τιμώ τη μνήμη•
оставить добрую память αφήνω καλή ανάμνηση•
в память кого-л., чего-л. στη μνήμη του...
3. (εκκλσ.) μνημόσυνο.εκφρ.вечная память – αιώνια η μνήμη•блаженной (светлой, незабвенной) -и – παλ. θεός σχωρέσ τον, αγιάσουν τα κόκκαλά του, ο Θεός ν' αναπάψει την ψυχή του•печальной – με θλιβερή τη μνήμη•недоброй -и – με κακή τη μνήμη•без -и – α) πάρα πολύ, μέχρι τρέλλας•он полюбил е без -и – αυτός την αγάπησε μέχρι τρέλλας. β) κατενθουσιασμένος, γ) αναίσθητος•на память – από μνήμης, όπως το θυμούμαι•на память (дать, подарить, взять, получить) – για ενθύμιο (δίνω, δωρίζω, παίρνω)•на память ή по -и (говорить, рассказывать, знать) – από μνήμης, απ έξω, αποστήθιση (μιλώ, διηγούμαι, γνωρίζω)•по старой -и – από παλαιά συνήθεια ή ανάμνηση του παρελθόντος•прийти на память – μου έρχεται στη μνήμη, ξαναθυμούμαι. -
3 память
па́мят||ьж1. ἡ μνήμη / τό μνημονι-κό[ν], χ6 θυμητικό (способность запоминать):зрительная \память ἡ ὁπτική μνήμη· плохая \память ἡ ἄσχημη μνήμη· потеря \памятьи ἡ ἀμνησία·2. (воспоминание) ἡ ἀνάμνηση[-ις]:получить что́-л. на \память παίρνω σάν ἐνθύμιο· подарить на \память δωρίζω γιά ἐνθύμιο· (посвятить книгу, стихи́) \памятьи друга (αφιερώνω τό βιβλίο, τό ποίημα) στήν μνήμη τοῦ φίλου· в \память кого-л. εἰς μνήμην κάποιου· оставить по себе добрую \память ἀφήνω καλή ἀνάμνηση· ◊ вечная \память ему αἰωνία του ἡ μνήμη· печальной \памятьи θλιβερἄ τή μνήμη· быть без \памятьи от кого-л. εἶμαι ξετρελλαμένος μέ κάποιον быть без \памятьи (о больном) χάνω τίς αἰσθήσεις μου· по старой \памятьΗἀπό παλιά συνήθεια· учить на \память ἀποστηθίζω, μαθαίνω ἀπ· ἔξω· читать на \память, читать по \памятьи ἀπαγγέλω ἀπό μνήμης· на чьей-л, \памятьи ἐΙς τήν μνήμην κάποιου. -
4 устройство
1. (механизм, приспособление, сооружение) о μηχανισμός, η συσκευή, το μηχάνημα, η μηχανή, ο εξοπλισμός, το σύστημαаварийное - ο εξοπλισμός κινδύνου/ανάγκηςблокирующее - ασφάλισης/μπλοκαρίσματοςбуквопечатающее - полигр. το τυπογραφικό μηχάνημαвнешние - а вчт. τα εξωτερικά συστήματαгребное мор. - πρόωσηςгрузовое мор. - το σύστημα φορτοεκφόρτωσης- для крепления и отдачи коренного конца якорной цепи мор. - στήριξηςκαι απελευθέρωσης της (ρίζας) αλίσεως τηςάγκυρας- дляопределения уровня жидкой углекислотыв баллонах мор. - η συσκευή προσδιορισμού της στάθμης υγρού του διοξειδίουτου άνθρακαзадающее (авт.) - προγραμματισμούзадраивающее мор. - ο μηχανισμός κλεισίματοςзапоминающее вчт. - η μνήμη, το σύστημα αποθήκευσης στη μνήμηзвуковое сигнальное мор. - ηχητικός - του συναγερμούзвукосигнальное мор. - των ηχητικών σημάτωνиндикаторное (рлк.) - η ένδειξηле-ерное - мор. το σύνολο των ρελιών του πλοίου, τα ρέλιαманевровое мор. - το σύστημα ελιγμώνносовое подруливающее мор. - το σύστημα της πρωραίας (βοηθητικής) έλικας των ελιγμώνоросительное - ποτίσματος/ψεκασμούотсосное (тепл.) - απορρόφησηςпитающее - η συσκευή τροφοδότησης, ο τροφοδότηςподруливающее - мор. о βοηθητικός έλικας των ελιγμώνподъёмно-спусковое мор. - ανύψωσης-καθέλκυσηςразмагничивающее - судна см.размагничиватель судна - распознаваниязнаков - η συσκευή αναγνώρισης σημάτωνή γραμμάτωνраспределительное эл. - διανομής- ελέγχουрулевое мор. - του πηδαλίουспасательное мор. - η ναυαγοσωστική συσκευήспусковое мор. - της καθόδου (π.χ. των λεμβών)стопорное мор. - της ασφάλισηςтормозное - η διάταξη πέδης/φρεναρίσμα-τοςцветоделительное полигр. - διαχωρισμού των χρωμάτων2. (конструкция, расположение) η κατασκευή, η διάταξη, η ρύθμιση 3. (установленный порядок чегол., строй) η οργάνωση, το σύστημαη τάξη4. (оборудование чего-л., приспособление для чего-л.) η κατασκευή, η συνάρτηση 5. (организация чего-л., осуществление) η οργάνωση, η πραγματοποίηση 6. (налаживание чего-л., создание необходимых условий существования) η ρύθμιση, η τακτοποίηση 7. (помещение, определение куда-л.) η τακτοποίηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > устройство
-
5 память
память ж 1) η μνήμη, το μνημονικό 2) (воспоминание) η ανάμνηση* на \память а) για ενθύμιο· б ) (наизусть) απόξω, από μνήμη· в \память (ο чём-л.) σε ανάμνηση (για κάτι)* * *ж1) η μνήμη, το μνημονικό2) ( воспоминание) η ανάμνησηна па́мять — а) για ενθύμιο б) ( наизусть) απόξω, από μνήμη
в па́мять (о чём-л.) — σε ανάμνηση (για κάτι)
-
6 обеспамятеть
-ею, -еешьρ.σ.1. χάνω τη μνήμη με εγκαταλείπει η μνήμη•обеспамятеть в старости χάνω τη μνήμη στα γεράματα.
2. παθαίνω αμνησία, χάνω τις αισθήσεις. -
7 освежить
-жу, жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. освеженный, βρ: -жен, -жена, -женоρ.σ.μ.1. δροσίζω, δροσολογώ, αναψύχω•дождь -ил воздух η βροχή δρόσισε τον αέρα.
2. ζωογονώ, ζωηρεύω, τονώνω, αναστηλώνω. || ξαλαφρώνω, ανακουφίζω.3. φρεσκάρω•освежить краски в картине φρεσκάρω τα χρώματα στην εικόνα.
4. ξαναζωντανεύω, ξαναφέρω, επαναφέρω στη μνήμη αναθυμιέμαι, ξαναθυμιέμαι•- воспоминания детства ξαναζωντανεύω τις παιδικές αναμνήσεις.1. δροσίζομαι.2. επανέρχομαι, επαναφέρομαι στη μνήμη ξαναζωντανεύω•воспоминания -лись в моей памяти οι αναμνήσεις ξαναζωντάνεψαν στη μνήμη μου.
-
8 ознаменование
ознаменование с: в \ознаменование προς τιμή... (в честь...); τιμώντας τη μνήμη... (в память)* * *св ознаменова́ние — προς τιμή... (в честь...); τιμώντας τη μνήμη... ( в память)
-
9 восстановить
-овлю, -овишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. восстановленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ.1. αποκατασταίνω, αποκαθιστώ, ανορθώνω, επανορθώνω• αναστηλώνω• ανακαινίζω, επαναδημιουργία ζαναφτιάνω•восстановить разрушенное войной хозяйство επανορθώνω το καταστραμμένο από τον πόλεμο νοικοκυριό•
восстановить здоровье αποκατασταίνω την υγεία•
восстановить прежних отношений αποκατασταίνω τις προηγούμενες σχέσεις.
2. μτφ. αναπαρασταίνω, επαναφέρω•восстановить происшествие в память επαναφέρω στη μνήμη το συμβάν.
3. αποκατασταίνω, αποκαθιστώ•восстановить в должности, в правах αποκατασταίνω στο αξίωμα, στα δικαιώματα.
4. (προ)διαθέτω εχθρικά, ξεσηκώνω, στρέφω•он -ил против себя всех знакомых ξεσήκωσε έναν τίο του όλους τους γνωστούς (τα χάλασε με όλους).
1. αποκατασταίνομαι, αποκαθίσταμαι, επανορθώνομαι.2. μτφ. αναπαρασταίνομαι, επανέρχομαι, επαναφέρομαι (στη μνήμη, φαντασία).3. αποκατασταίνομαι, αποκαθίσταμαι•восстановить в правах αποκατασταίνομαι στα δικαιώματα.
-
10 врезать
вре/ зать, вреза/тьврежу, врежешь ρ.σ.μ.1. βάζω μέσα εγκόπτοντας•врезать замок в дверь βάζω εσωτερική κλειδαριά στην πόρτα.
2. μτφ. τυπώνω, βάζω (στο μυαλό, νου, μνήμη).1. κόβοντας, σχίζοντας μπαίνω μέσα, μπήγομαι, χώνομαι μέσα•лодка -лась в песок η βάρκα κόλλησε στον άμμο.
2. εισβάλλω, εισχωρώ, εισδύω, μπαίνω•конница -лась в неприятельскую пехоту το ιππικό εισέδυσε στο εχθρικό πεζικό.
3. μτφ. τυπώνομαι (στο μυαλό, νου, μνήμη).4. (απλ.) ερωτεύομαι•врезать по уши ερωτεύομαι τρελλά, είμαι φοβερά ερωτοχτυπημένος.
-
11 почтить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. почтнный, βρ: -чтн, -чтена, -чтеноτιμώ•-память вставанием τιμώ τη μνήμη με ανόρθωση•
почтить своим црисуствием τιμώ με την παρουσία μου•
почтить память умершего τιμώ τη μνήμη του θανόντα.
-
12 репродуцировать
-рута, -руешьρ.δ.κ.σ.μ.1. ανατυπώνω (στον πολύγραφο ή σε φωτογραφικό χαρτί).2. επαναφέρω (στη μνήμη).1. ανατυπώνομαι.2. επανέρχομαι στη μνήμη. -
13 виртуальный
вчт. εικονικ/όςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > виртуальный
-
14 данные
мн. τα στοιχείατα δεδομένα (πλ.)вводить - βάζω τα -, καταχωρίζω τα -проверять - εξακριβώνω τα -, ελέγχω τα -- испытаний - των δοκιμών, ταπορίσματαитоговые - συνολικά -, τελικά -числовые - см. цифровые -экспериментальные - των δοκιμών, δοκιμαστικά -эксплуатационные - της λειτουργίας/εκμετάλλευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > данные
-
15 доступ
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > доступ
-
16 загружать
φορτώνω, γεμίζω, πληρώ- электродвигатель генератор - τον ηλεκτρικό κινητήρα, τη γεννήτριαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > загружать
-
17 западать
(входить) πέφτω στον/στην - в память μένω στη μνήμη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > западать
-
18 запоминание
вчт. η αποθήκευση (στη μνήμη).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запоминание
-
19 накопитель
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > накопитель
-
20 память
вчт. η μνήμηдолговременная - см. постоянная -зрительная - мед. οπτική -односторонняя - см. постоянная -оптическая - см. зрительная -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > память
См. также в других словарях:
Μνήμη — remembrance fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνήμη — remembrance fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μνήμῃ — Μνήμη remembrance fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνήμῃ — μνήμη remembrance fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνήμη — Όρος που υποδηλώνει τη χαρακτηριστική ιδιότητα του ανθρώπου και των ζώων να διατηρούν ίχνη (παραστάσεις) των εμπειριών τους. Γι’ αυτό η μ. εμπλέκεται στη διαδικασία της μάθησης. Η δραστηριότητα της μ. εξελίσσεται σε φάσεις που διαδέχονται η μια… … Dictionary of Greek
μνήμη — η 1. ικανότητα του νου να συγκρατεί προηγούμενες εμπειρίες, το μνημονικό: Παρόλο που έκλεισε τα ενενήντα έχει γερή μνήμη. 2. ανάμνηση: Αφιέρωσε το μυθιστόρημα που έγραψε στη μνήμη των γονιών της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μνήμη — Mneme (griechisch Μνήμη, „die Erinnerung“) ist eine der drei ursprünglich in der griechischen Mythologie genannten Musen. Sie ist die Muse der Erinnerung. Ihre Schwestern sind Aoide (Muse der Musik) und Melete (Muse der Meditation, Übung und… … Deutsch Wikipedia
Μνήμηι — Μνήμῃ , Μνήμη remembrance fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνήμηι — μνήμῃ , μνήμη remembrance fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μνημέων — Μνήμη remembrance fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνημέων — μνήμη remembrance fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)