-
1 μισό
[мисо] ουσ. о. половинаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μισό
-
2 наполовину
-
3 пополам
пополам 1) (на две равные части) στη μέση, στα δυο 2) (наполовину) μισό και μισό* * *1) ( на две равные части) στη μέση, στα δυο2) ( наполовину) μισό και μισό -
4 пополам
επίρ.στη μέση, στα δυο, εξ ημισείας•делить пополам μοιράζω στη μέση.
|| μισό και μισό, ανακατωμένα•вода пополам с вином μισό νερό μισό κρασί (κρασόνερο).
-
5 вполовину
вполовинунареч разг κατά τό μισό (ήμισυ), στό μισό, μισά:\вполовину короче κατά τό μισό κοντότερο. -
6 уполовинить
ρ.σ.μ.(απλ.) λιγοστεύω στο μισό• μεσιάζω.μειώνομαι, λιγοστεύω κατά το μισό• φτάνω ως το μισό. -
7 замок
1. (устройство для запирания чего-л.) η κλειδαριάвисячий - κρεμαστή -, το λουκέτο (ξεν)дверной - της θύρας/πόρτας2. (соединение деревянных конструкций) η ένωση (στις ξύλινες κατασκευές)поперечный внакладку - (дер - об.) εγκάρσια -3. арх. (замковый камень) η κλείς του θόλου 4. (в металлических соединениях) η ένωσηбайонетный - τύπου μπαγιονέτ/μάχαιρα/ξιφολόγχηштыковой - см. байонетныйРусско-греческий словарь научных и технических терминов > замок
-
8 половина
половина ж το μισό- \половина третьего είναι δυόμισι η ώρα· во второй \половинае июля στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιούλη; первая (вторая) \половина игры το πρώτο (δεύτερο) μέρος του αγώνα, το ημιχρόνιο* * *жτο μισόполови́на тре́тьего — είναι δυόμισι η ώρα
во второ́й полови́не ию́ля — στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιούλη
пе́рвая (втора́я) полови́на игры́ — το πρώτο (δεύτερο) μέρος του αγώνα, το ημιχρόνιο
-
9 наполовину
наполовинунареч μισός, κατά τό ήμισυ, ἐξ ἡμισείας, μισό καί μισό:работа \наполовину сделана ἡ μισή δουλειά Εγινε· делать дело \наполовину κάνω τήν δουλειά μισή. -
10 пол-
пол-(в сложных словах \пол- половина) разг τό μισό:полкило́ τό μισό κιλό· полжизни ἡ μισή ζωή. -
11 пополам
пополамнареч ἐξ ἡμισείας, στά δυό (на две половины)/ μισό (καί) μισό, ἀπό μισά (поровну):разделить \пополам μοιράζω (или χωρίζω) στά δυό· ◊ с грехом \пополам κουτσά στραβά. -
12 вполовину
επίρ.κατά το ήμισυ, το μισό•повысить урожай вполовину αυξαίνω τη σοδειά κατά το μισό.
-
13 исполу
επίρ. (παλ. κ. διαλκ.) στη μέση,το μισό, κατά το μισό, εξ ημισείας. || (για σοδειά) μισιακά, μεσιακά. -
14 полбутылки
θ. μισό μποκάλι (για περιεχόμενο)•полбутылки водки μισό μποκάλι βότκα.
-
15 полгода
επίρ.μισό χρόνο•через полгода μετά από μισό χρόνο.
-
16 полтина
-
17 ин-фолио
полигр. το ένα δεύτερο (του φύλλου), το μισό (του φύλλου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ин-фолио
-
18 половина
1. (одна из двух равных частей чего-л.) το μισό, το ήμισυ 2. (середина чего-л.) η μέση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > половина
-
19 полумуфта
ο ημισυμπλέκτηςτο ήμισυ/μισό τμήμα της ζεύξηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > полумуфта
-
20 уменьшать
1. (по объёму, количеству, величине) μικραίνω, μειώνω, λιγοστεύω, σμικρύνω- στο μισό2. (по степени, силе, интенсивности) ελαττώνω, μειώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уменьшать
См. также в других словарях:
Μισό, Ανρί — (Henri Michaux, Ναμούρ 1899 – Παρίσι 1984). Γάλλος συγγραφέας και ζωγράφος, βελγικής καταγωγής. Το 1922, όταν άρχισε να δημοσιεύει τα έργα του, εγκατέλειψε οριστικά το Βέλγιο. Το άγχος που διακατείχε την ύπαρξή του, τα ταξίδια στην Ανατολή και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek