-
1 μικροαστός
[микроастос] ουσ. а. мелкий буржуа,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μικροαστός
-
2 мещанин
мещанинм уст., перен ὁ μικροαστός. -
3 обыватель
обывательм ὁ μικροαστός, ὁ περιο· ρισμένος ἄνθρωπος. -
4 филистер
филистерм ὁ φιλισταΐος, ὁ μικροαστός. -
5 мещанин
[μιστσσνίν] ουσ. α. μικροαστός -
6 обыватель
[αμπυβάτιλ'] ουσ. α. μικροαστός -
7 мещанин
[μιστσσνίν] ουσ α μικροαστός -
8 обыватель
[αμπυβάτιλ'] ουσ α μικροαστός -
9 бюргер
-а α.αστός, πολίτης, κάτοικος πόλης. || μτφ. μικροαστός. -
10 мелкий
επ., βρ: мелок, мелка, мелко; мельче, мельчайший.1. λεπτός, λεπτόκοκκος, ψιλός, ψιλόκοκκος•мелкий песок ψιλός άμμος•
мелкий дождь ψιλή βροχή•
мелкий снег κοκκορόχιονο;
μικρός, ολιγάριθμος•-ие группы μικρές ομάδες.
2. μικρού μεγέθους•-ая рыба μικρό ψάρι•
-ие орехи μικρά καρύδια•
-ие кусочки μικρά κομματάκια•
-ие морщины μικρές ρυτίδες•
мелкий собственник μικροϊδιοκτήτης•
-ая буржуазия η μικρή αστική τάξη•
мелкий мещанин μικροαστός•
мелкий служащий δημόσιος μικρουπάλληλος•
-ие роли μικροί (δευτερεύοντες) ρόλοι•
мелкий рогатый скот τα λιανά ζώα (τα γιδοπρόβατα)•мелкий
мелкий торговля το μικρεμπόριο.3. αβαθής, ρηχός•-ая река άβαθο ποτάμι•
-ая тарелка ρηχό πιάτο.
εκφρ.- ие деньги – τα ψιλά, τα λιανά, τα λιανώματα•- ая сошка – ασήμαντος άνθρωπος, ανθρωπάριο. -
11 мещанин
-а, πλθ. -щане, -щан α.1. μικροαστός.2. μτφ. άνθρωπος μικροσυμφεροντολόγος, με περιορισμένο κύκλο γνώσεων, φιλισταίοςεκφρ.мещанин во дворянстве – αρχοντοχωριάτης. -
12 обыватель
-я α.-ница, -ы θ. παλ.1. κάτοικος μόνιμος.2. άνθρωπος περιοριορισμένων αντιλήψεων, κοινωνικού ορίζοντα μικροαστός, μικροσυμφεροντολάγος. -
13 омещаниться
-нюсь, -нишьсяρ.σ. γίνομαι μικροαστός. -
14 филистер
-а α. (γραπ. λόγος) άνθρωπος με περιορισμένο πνευματικό ορίζοντα, φιλισταί-ος• μικροαστός.
См. также в других словарях:
μικροαστός — ο, θηλ. μικροαστή 1. άτομο που εντάσσεται στη μικροαστική τάξη 2. μτφ. άτομο που χαρακτηρίζεται από πολιτική και ιδεολογική αστάθεια 3. άτομο με καιροσκοπική ή ατομικιστική κοινωνική συμπεριφορά 4. άνθρωπος αυτάρεσκος, με στενές αντιλήψεις.… … Dictionary of Greek
μικροαστός — ο θηλ. ή πολίτης που ανήκει στην κοινωνική τάξη ανάμεσα στους αστούς και τους εργάτες, ο χαμηλόμισθος: Τα νέα οικονομικά μέτρα έπληξαν κυρίως τους μικροαστούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… … Dictionary of Greek
αστός — ο (θηλ. αστή, η) (AM ἀστός, ἀστή) 1. ο κάτοικος της πόλης νεοελλ. 1. όποιος ανήκει στην αστική τάξη, σε αντίθεση με τον εργάτη ή τον αγρότη 2. όποιος πρεσβεύει αντιλήψεις αστικού καθεστώτος αρχ. 1. ο αυτόχθων, ο γηγενής 2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ … Dictionary of Greek
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μικροαστικός — η, ό [μικροαστός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μικροαστό ή που είναι χαρακτηριστικός τού μικροαστού («μικροαστική νοοτροπία») 2. φρ. «μικροαστική τάξη» κοινωνικό στρώμα που αποτελείται κυρίως από μικροπαραγωγούς εμπορευμάτων,… … Dictionary of Greek
μικροαστισμός — ο μικροαστικός χαρακτήρας στάσης, εκδήλωσης, πράξης ή φαινομένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικροαστός + ισμός*] … Dictionary of Greek