Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μιζέρια

См. также в других словарях:

  • μιζέρια — η (Μ μιζέρια) αθλιότητα, κακομοιριά, δυστυχία, φτώχια («ζει μέσα στη μιζέρια») νεοελλ. 1. γκρίνια, δυστροπία («τί μιζέρια είναι αυτή που σέ έπιασε σήμερα;») 2. παθολογική φιλαργυρία, τσιγγουνιά 3. είδος παιχνιδιού τής μεγάλης πρέφας 4. συνεκδ.… …   Dictionary of Greek

  • μιζέρια — η (λ. ιταλ.) 1. αθλιότητα, κακομοιριά: Ζούσε στη μιζέρια μέχρι που κέρδισε το λαχείο. 2. δυστροπία, γκρίνια, φιλαργυρία: Η μιζέρια του δεν τον αφήνει να χαρεί τα πλούτη του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανολβία — ἀνολβία, η (Α) [ανόλβιος] έλλειψη ευτυχίας ή ευημερίας, αθλιότητα, μιζέρια …   Dictionary of Greek

  • κακοριζικιά — και κακορ[ρ]ιζικιά η (Μ κακορ(ρ)ιζικιά) [κακορ(ρ)ίζικος] ατυχία, δυστυχία, γρουσουζιά, αθλιότητα, μιζέρια νεοελλ. στρυφνότητα χαρακτήρα, δυστροπία, ιδιοτροπία μσν. κακούργημα …   Dictionary of Greek

  • Άλι, Μοχάμετ — (Muhammad Ali, Λούισβιλ, Κεντάκι, ΗΠΑ 1942 –). Αμερικανός πυγμάχος, ηγετική μορφή των αφροαμερικανών στις ΗΠΑ. Βαφτίστηκε χριστιανός με το όνομα Κάσιους Κλέι (Cassius Marcellus Clay) και ασχολήθηκε από μικρός με την πυγμαχία ως μοναδικό μέσο… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Πόε, Έντγκορ Άλαν — (Poe). Αμερικανός συγγραφέας (Βοστώνη 1809 Βαλτιμόρη 1849). Έμεινε ορφανός σε ηλικία δύο μόλις ετών και την ανατροφή του ανέλαβε ένας πλούσιος έμπορος του Ρίτσμοντ, ο Τζον Άλαν. Από το 1815 ως το 1820 έζησε στη Μεγάλη Βρετανία, φοιτώντας σε… …   Dictionary of Greek

  • Φαρουφίνι, Φεντερίκο — (Faruffιni, Σέστο Σαν Τζοβάνι 1831 – Περούτζια 1869). Ιταλός ζωγράφος και χαράκτης. Ήταν μαθητής στην Παβία του Ζ. Τρεκούρ μαζί με τον Τ. Κρεμόνα, με τον οποίο πήγε αργότερα να σπουδάσει στη Βενετία και στην Ακαδημία Μπρέρα του Μιλάνου. Η ίδια η… …   Dictionary of Greek

  • δυστυχία — η 1. δυστύχημα: Είχε τη δυστυχία να μείνει παράλυτος. 2. μιζέρια, φτώχεια: Έζησε μια ολόκληρη ζωή μέσα στη δυστυχία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»