-
1 μιζέρια
[мизерьа] ουσ. Θ. скудность, скаредность,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μιζέρια
-
2 бедственный
бедств||енныйприл ὁλέθριος, καταστρεπτικός:\бедственныйенное положение ἡ δεινή (ἀθλία) κατάσταση, ἡ μιζέρια. -
3 влачить
влачитьнесов:\влачить жалкое существование φυτοζωώ, ζῶ μέσα στήν ἀθλιότητα (или στή μιζέρια). -
4 убожество
убо́||жествос прям., перен ἡ φτώχεια, ἡ μιζέρια, ἡ πενιχρότητα [-ης]/ ἡ ἀθλιότητα, ἡ ἄθλια ὅψη (убогий вид). -
5 нищета
-ы θ. (κυρλξ. κ. μτφ.)1. φτώχεια, πενία• αθλιότητα, μιζέρια•впасть в -у πέφτω σε φτώχεια, φτωχεύω•
душевная нищета ψυχική αθλιότητα.
2. αθρσ. η φτωχολογιά. -
6 пресмыкаться
ρ.δ.1. παλ. έρπω•змеи -ются τα φίδια έρπουν.
2. μτφ. παλ. ζω ελεεινά, φυτοζωώ, ζω στη μιζέρια.3. μτφ. κολακεύω εξευτελιστικά•пресмыкаться перед сильными έρπω μπροστά στους ισχυρούς.
-
7 скудность
-и θ.γλισχρότητα, πενιχρότητα, φτώχεια, μιζέρια.
См. также в других словарях:
μιζέρια — η (Μ μιζέρια) αθλιότητα, κακομοιριά, δυστυχία, φτώχια («ζει μέσα στη μιζέρια») νεοελλ. 1. γκρίνια, δυστροπία («τί μιζέρια είναι αυτή που σέ έπιασε σήμερα;») 2. παθολογική φιλαργυρία, τσιγγουνιά 3. είδος παιχνιδιού τής μεγάλης πρέφας 4. συνεκδ.… … Dictionary of Greek
μιζέρια — η (λ. ιταλ.) 1. αθλιότητα, κακομοιριά: Ζούσε στη μιζέρια μέχρι που κέρδισε το λαχείο. 2. δυστροπία, γκρίνια, φιλαργυρία: Η μιζέρια του δεν τον αφήνει να χαρεί τα πλούτη του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανολβία — ἀνολβία, η (Α) [ανόλβιος] έλλειψη ευτυχίας ή ευημερίας, αθλιότητα, μιζέρια … Dictionary of Greek
κακοριζικιά — και κακορ[ρ]ιζικιά η (Μ κακορ(ρ)ιζικιά) [κακορ(ρ)ίζικος] ατυχία, δυστυχία, γρουσουζιά, αθλιότητα, μιζέρια νεοελλ. στρυφνότητα χαρακτήρα, δυστροπία, ιδιοτροπία μσν. κακούργημα … Dictionary of Greek
Άλι, Μοχάμετ — (Muhammad Ali, Λούισβιλ, Κεντάκι, ΗΠΑ 1942 –). Αμερικανός πυγμάχος, ηγετική μορφή των αφροαμερικανών στις ΗΠΑ. Βαφτίστηκε χριστιανός με το όνομα Κάσιους Κλέι (Cassius Marcellus Clay) και ασχολήθηκε από μικρός με την πυγμαχία ως μοναδικό μέσο… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Πόε, Έντγκορ Άλαν — (Poe). Αμερικανός συγγραφέας (Βοστώνη 1809 Βαλτιμόρη 1849). Έμεινε ορφανός σε ηλικία δύο μόλις ετών και την ανατροφή του ανέλαβε ένας πλούσιος έμπορος του Ρίτσμοντ, ο Τζον Άλαν. Από το 1815 ως το 1820 έζησε στη Μεγάλη Βρετανία, φοιτώντας σε… … Dictionary of Greek
Φαρουφίνι, Φεντερίκο — (Faruffιni, Σέστο Σαν Τζοβάνι 1831 – Περούτζια 1869). Ιταλός ζωγράφος και χαράκτης. Ήταν μαθητής στην Παβία του Ζ. Τρεκούρ μαζί με τον Τ. Κρεμόνα, με τον οποίο πήγε αργότερα να σπουδάσει στη Βενετία και στην Ακαδημία Μπρέρα του Μιλάνου. Η ίδια η… … Dictionary of Greek
δυστυχία — η 1. δυστύχημα: Είχε τη δυστυχία να μείνει παράλυτος. 2. μιζέρια, φτώχεια: Έζησε μια ολόκληρη ζωή μέσα στη δυστυχία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)