Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μηχανορραφώ

  • 1 μηχανορραφώ

    [миханоррафо] р. интриговать, строить козни,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μηχανορραφώ

  • 2 интриговать

    интри́г||ова́ть
    несов
    1. (вести, интригу) ραδιουργώ, μηχανορραφώ·
    2. (возбуждать любопытство) κινῶ τό ἐνδιαφέρον, κινώ τήν περιέργεια

    Русско-новогреческий словарь > интриговать

  • 3 плести

    плести́
    несов πλέκω (венок, кружево и т. п.):
    \плести ко́су πλεξουδώνω τά μαλλιά, κάνω πλεξίδα· ◊ \плести чушь κοπανώ ἀνοησίες· \плести интригу μηχανορραφώ.

    Русско-новогреческий словарь > плести

  • 4 подкопаться

    подкопа||ться
    перен разг μηχανορραφώ, σκευωρώ:
    не \подкопатьсяешься δέν θά βρεις πάτημα.

    Русско-новогреческий словарь > подкопаться

  • 5 строить

    строить
    несов
    1. κτίζω, χτίζω, οἰκοδομώ:
    \строить дом κτίζω σπίτι·
    2. перен (созидать, создавать) χτίζω:
    \строить планы κάνω σχέδια, σχεδιάζω·
    3. воен. συντάσσω, παρατάσσω:
    \строить в колонну παρατάσσω σέ φάλαγγα· 4.:
    \строить фразу συντάσσω φράση· \строить треугольник σχεδιάζω τρίγωνο· ◊ \строить гримасы κά(μ)νω μορφασμούς, στραβομουτσουνιάζω· \строить глазки κάνω τά γλυκά μάτια· \строить ко́зни ραδιουρ-γῶ, σκευωρώ, μηχανορραφώ.

    Русско-новогреческий словарь > строить

  • 6 интриговать

    -гую, -гуешь
    ρ.δ.
    1. δολοπλοκώ, μηχανορραφώ, ραδιουργώ.
    2. μτφ. κινώ το ενδιαφέρο, την περιέργεια.

    Большой русско-греческий словарь > интриговать

  • 7 каверзничать

    ρ.δ. όολοπλοκώ, μηχανορραφώ, ραδιουργώ, σκευωρώ.

    Большой русско-греческий словарь > каверзничать

  • 8 плести

    плету, плетшь, παρλθ. χρ. плёл, плела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. плетший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. плетённый, βρ: -тён, -тена, -тено
    ρ.δ.μ.
    1. πλέκω•

    плести корзину πλέκω καλάθι•

    плести венки πλέκω στεφάνια•

    плести косу πλέκω κοσιδα (πλεξούδα)•

    плести кружева πλέκω δαντέλες.

    2. μτφ. μηχανορραφώ, δολοπλοκώ, ραδιουργώ, εξυφαίνω. || διαδίνω. || λέγω ανοησίες.
    1. πλέκομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. αργοβαδίζω παραπαίω, τρικλίζω.
    εκφρ.
    плести в обозе ή в хвост – σέρνομαι τελευταίος, είμαι ουραγός.

    Большой русско-греческий словарь > плести

  • 9 подкопать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подкопанный, βρ: -пан, -а, -о.
    1. υποσκάβω. || ανασκάβω, κατασκάβω.
    2. σκάβω τμήμα από κάθε πατατοφωλιά.
    υπεισέρχομαι, υπεισ-δυω, μπαίνω μέσα κάτω από σκαμμένο μέρος. || ανοίγω, φτιάχνω υπόνομο. || μτφ. δολοπλοκώ, μηχανορραφώ, ραδιουργώ σκευωρώ.

    Большой русско-греческий словарь > подкопать

  • 10 подставить

    ρ.σ.μ.
    1. υποβάλλω, υποθέτω,βάζω αποκάτω. || βάζω υποστήριγμα.
    2. φέρω κοντά, πλησιάζω• βάζω•

    подставить ухо у двери прислушиваться βάζω το αυτί κοντά στην πόρτα για να κρυφακούσω.

    || τοποθετώ, θέτω•

    подставить пешку под удар βάζω (δίνω) πιόνι για.να το χτυπήσει.

    3. αντικατασταίνω, αλλάζω.
    εκφρ.
    ногу (ножку) – βάζω τρικλοποδιά (μηχανορραφώ).

    Большой русско-греческий словарь > подставить

См. также в других словарях:

  • μηχανορραφώ — βλ. πίν. 73 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μηχανορραφώ — (Α μηχανορραφῶ, έω) [μηχανορράφος] εφευρίσκω δόλια και απατηλά μέσα για να επιτύχω ατομικό όφελος, είμαι μηχανορράφος, σχεδιάζω πανουργίες, ραδιουργώ, δολοπλοκώ, βυσσοδομώ, σκευωρώ …   Dictionary of Greek

  • μηχανορραφώ — μηχανορράφησα, δημιουργώ σκευωρίες, δολοπλοκίες: Οι αντίπαλοι του βουλευτή μηχανορραφούσαν εναντίον του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μηχανορραφῶ — μηχανορραφέω form crafty plans pres subj act 1st sg (attic epic doric) μηχανορραφέω form crafty plans pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηχανορράφῳ — μηχανορράφος forming crafty plans masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκευωρώ — σκευωρῶ, έω, ΝΜΑ, και κυρίως το παθ. σκευωροῡμαι, έομαι, και σκαιωρῶ, έω και σκαιωροῡμαι, έομαι, Α σχεδιάζω κάτι κακό εναντίον κάποιου με ύπουλο και κρυφό τρόπο, μηχανορραφώ, μόνος μου ή με τη σύμπραξη πολλών («οι πολιτικοί του αντίπαλοι… …   Dictionary of Greek

  • συνυφαίνω — ΝΜΑ παρεμβάλλω κάτι κατά την κανονική ύφανση, ενυφαίνω («πέπλος συνυφασμένος με νήματα χρυσού») νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνυφασμένος, η, ο μτφ. στενά συνδεδεμένος, συναρμοσμένος, απόλυτα εξαρτημένος από κάποιον άλλο 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • βυσσοδομώ — (Μ βυσσοδομῶ, έω) σκέπτομαι κάτι στο βάθος της ψυχής μου εναντίον κάποιου χωρίς να γίνομαι αντιληπτός (πάντοτε με κακή σημασία) νεοελλ. μηχανορραφώ, σκευωρώ εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βυσσός + δομώ < δέμω «οικοδομώ, χτίζω»] …   Dictionary of Greek

  • γαϊτάνι — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.411 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται κοντά στην πρωτεύουσα του νομού, της οποίας αποτελεί και προάστιο. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζακυνθίων του νομού Ζακύνθου. * * * το (Μ γαϊτάνιν) 1. λεπτό, μεταξωτό,… …   Dictionary of Greek

  • εαυτού — ής, oύ (AM ἑαυτοῡ, ῆς, οῡ Α και αὑτοῡ, ῆς, οῡ) αυτοπαθής αντωνυμία γ προσώπου (α. «ἔρριπτον εἰς ὕδωρ σφᾱς αὐτούς» έπεφταν στο νερό β. «αὐτὸ ἐφ ἑαυτό» μόνο του, άσχετα από άλλα γ. «αὐτὸ καθ ἑαυτό» αυτό εξεταζόμενο μόνο του αποκλειστικά) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • εγκεράννυμι — ἐγκεράννυμι και ἐγκεραννύω (Α) 1. (για κρασί) ανακατώνω με νερό 2. ανακατώνω 3. μηχανορραφώ, δολοπλοκώ, σκαρώνω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»