Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μητρόπολη

См. также в других словарях:

  • μητρόπολη — η 1. η πόλη ή η χώρα που δημιούργησε αποικίες: Η ιωνική πόλη Φώκαια ήταν μητρόπολη της Μασσαλίας. 2. πρωτεύουσα μεγάλης χώρας ή κέντρο πολιτισμού, θρησκείας κτλ.: Η Μέκκα είναι η μητρόπολη των μουσουλμάνων. 3. (εκκλησ.), η έδρα και η κατοικία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μητρόπολη — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 134 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στη βορειοανατολική ακτή του νομού, στον όρμο Κυπαρίσσι. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζάρακα. 2. Ημιορεινός… …   Dictionary of Greek

  • Μητρόπολη — Sp Mitròpolis Ap Μητρόπολη/Mitropoli L C Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Δημητριάδας και Αλμυρού, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδος με έδρα τον Βόλο. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 134 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 188 κληρικοί. Για την αρτιότερη και πλέον εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση, λειτουργούν οι αρχιερατικές… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλίας, Ιερά Μητρόπολη και Εξαρχία Νότιας Ευρώπης — Μητρόπολη με έδρα τη Βενετία, όπου υπάρχει κοινότητα ορθοδόξων Ελλήνων από το 1498. Ιδρύθηκε το 1991 με πατριαρχικό και συνοδικό τόμο και αναγνωρίστηκε από το ιταλικό κράτος ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, με προεδρικό διάταγμα στις 16… …   Dictionary of Greek

  • Λάρισας και Τιρνάβου, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα τη Λάρισα. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 116 ενοριακοί ναοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωσή της έχουν οριστεί αρχιερατικοί επίτροποι στις περιοχές Λάρισας, Τιρνάβου, Αγίων Αναργύρων, Αμπελακίων, Αμπελώνα,… …   Dictionary of Greek

  • Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδος με έδρα τη Ναύπακτο. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 92 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 75 κληρικοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση υφίστανται οι παρακάτω αρχιερατικές… …   Dictionary of Greek

  • Νεάπολης και Σταυρούπολης, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδος με έδρα τη Νεάπολη Θεσσαλονίκης. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 45 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 113 κληρικοί. Στην περιφέρειά της λειτουργεί το ανδρικό μοναστήρι Γενεσίου της Θεοτόκου… …   Dictionary of Greek

  • Βέροιας, Νάουσας και Καμπανίας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία έχει έδρα τη Βέροια και στη δικαιοδοσία της υπάγονται 108 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 160 κληρικοί. Για την αρτιότερη και πλέον εύρυθμη περιφερειακή οργάνωσή της, διακρίνεται σε 12 …   Dictionary of Greek

  • Γαλλίας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας που εδρεύει στο Παρίσι.Ιδρύθηκε το 1963 με την έκδοση Ιδρυτικού Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, στη δικαιοδοσία του οποίου και υπάγεται. Περιλαμβάνει,… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανίας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη που ιδρύθηκε το 1963 με την έκδοση Ιδρυτικού Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, στη δικαιοδοσία του οποίου υπάγεται. Με τον νόμο 222/24 10 1974 του ομόσπονδου γερμανικού κρατιδίου της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»