Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μητέρα

  • 1 μητέρα

    [митэра] ουσ. Θ. мать,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μητέρα

  • 2 ваш

    ваш (ваша, ваше, ваши ) (δικός) σας это \ваша книга? δικό σας είναι αυτό το βιβλίο; \ваша мать η μητέρα σας \ваш отец о πατέρας σας \ваши до машние οι δικοί σας где \ваши чемоданы? πού είναι οι βα λίτσες σας;
    * * *
    (ваша, ваше, ваши)

    э́то ваша кни́га? — κό σας είναι αυτό το βιβλίο

    ваш оте́ц — ο πατέρας σας

    ваши дома́шние — οι δικοί σας

    где ваши чемода́ны? — που είναι οι βαλίτσες σας

    Русско-греческий словарь > ваш

  • 3 мама

    мама ж η μαμά, η μητέρα, η μάνα
    * * *
    ж
    η μαμά, η μητέρα, η μάνα

    Русско-греческий словарь > мама

  • 4 мать

    мать ж η μαμά, η μητέρα, η μάνα* мать-героиня η μάνα ηρωίδα
    * * *
    ж
    η μαμά, η μητέρα, η μάνα

    мать-герои́ня — η μάνα ηρωίδα

    Русско-греческий словарь > мать

  • 5 доставать

    доста||ва́ть
    несов
    1. (до чего-α.) φτάνω, ἀγγίζω, πιάνω:
    \доставать до потолка φτάνω ὡς τό ταβάνι· \доставать до дна ἀγγίζω τόν πάτο·
    2. (вынимать) βγάζω, παίρνω:
    \доставать из портфе́ля βγάζω ἀπό τό χαρτοφύλακα·
    3. (приобретать, добывать) βρίσκω, προμηθεύομαι, πορίζομαι:
    \доставать материа́л для постройки προμηθεύομαι ὑλικά γιά τό χτίσιμο· \доставать билет в театр βρίσκω είσιτήριο γιά τό θέατρο·
    4. безл (быть достаточным) φτάνει, ἐπαρκεί:
    не \доставать δέν φτάνει, δέν ἐπαρκεί· \доставатьваться
    1. (выпадать на долю) τυχαίνω, λαχαίνω·
    2. безл разг:
    ему́ часто \доставатьется от матери τίς ἀρπάζει συχνά ἀπό τή μητέρα του, τρώει συχνά κατσάδα ἀπό τή μητέρα του.

    Русско-новогреческий словарь > доставать

  • 6 мать

    η μητέρα
    приёмная - θετή -.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мать

  • 7 приёмный

    1. (предназначенный, служащий для приёма кого-, чего-л.) της λήψης, της υποδοχής 2. (назначенный для посещений, для приёма кого-л.) της υποδοχής, της ακρόασης, της επίσκεψης Заорганизованный, введённый для приема кого-, чего-л куда-л.) εισαγωγικ/ός 4. -ая (комната) το δωμάτιο/γραφείο αναμονής/υποδοχής 5. (тот{}та{}, кто приняли чужого ребёнка в свою семью и заменяющие ему родителя) θετ/ός 6. (ребёнок, принятый в чужую семью) θετ/ός

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приёмный

  • 8 без

    без
    (безо) предлог с род. п.
    1. (указывает на отсутствие, недостаток) χωρίς, ἄνευ, δίχως:
    без отца и матери χωρίς πατέρα καί μητέρα; без сознания ἀναίσθητος; все без исключения ὀλοι ἀνεξαιρέτως; комната без окна δωμάτιο δίχως παράθυρο; без тебя справимся θά τά καταφέρουμε καί χωρίς ἐσένα; без сомнения ἀναμφίβολα; без причины χωρίς αἰτία; 2.; (за вычетом) παρά:
    без четверти десять δέκα παρά τέταρτο; ◊ пропал без вести ἀγνοείται ἡ τύχη του, ἐξαφανίστηκε.

    Русско-новогреческий словарь > без

  • 9 заменить

    заменить
    сов, заменять несов
    1. (кем-л., чем-л.) ἀντικαθιστώ, ἀναπληρώνω·
    2. (занять чье-л. место) ἀναπληρώνω:
    \заменить кому́-л. мать ἀντικαθιστώ τήν μητέρα σέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > заменить

  • 10 мама

    мама
    ж ἡ μαμά, ἡ μητέρα, ἡ μάνα

    Русско-новогреческий словарь > мама

  • 11 матушка

    матушка
    ж
    1. ἡ μητερούλα, ἡ μαμάκα, ἡ μανούλα·
    2. (в обращении) μητέρα.

    Русско-новогреческий словарь > матушка

  • 12 мать

    мать
    ж ἡ μητέρα, ἡ μάνα.

    Русско-новогреческий словарь > мать

  • 13 один

    один
    1. числ. είς, ἐνας:
    только \один раз μόνο μιά φορά, μιά φορά μονάχα· \один или два ἔνας ἡ δύο· \один из иих ἔνας ἀπ' αὐτούς' \один билет Ινα εἰσιτήριο· одни́ щипцы μιά μασιά· одним ударом μ' ἕνα κτύπημα·
    2. прил (без других, в одиночестве) μόνος, ὁλομόναχος:
    я сделал эту работу \один αὐτήν τήν ἐργασία τήν £κανα μόνος μου (или μοναχός μου)· он был совсем \один ήταν ὁλομόναχος· мать и сестра остались совсем одии́ ἡ μητέρα καί ἡ ἀδελφή Εμειναν ἐντελώς μόνες (или Ολομόναχες)·
    3. прил (никто другой, единственный) μονάχα, μόνο[ν]; одна надежда его поддерживает τόν κρατἄ μόνον μιά ἐλπίδα· одна лишь мысль καί μόνο ἡ σκέψη·
    4. прил (тот оке самый, одинаковый) ὁ αὐτός, ὁ ίδιος:
    \один и тот же ὁ ἰδιος, είς καί ὁ αὐτός· это одно́ и то́ же εἶναι τό ἰδιο, εἶναι ἕνα καί τό αὐτό· в одно́ и то же время ταυτόχρονα, ταυτοχρόνως, συγχρόνως· говорить одно́ и то́ же κοπανώ τά ἰδια καί τά ἰδια· одного возраста τῆς ίδιας (или τής αὐτής) ἡλικίας·
    5. мест, (какой-то, некий) ἐνας, κάποιος:
    я прочел.-.то в одио́м журнале αὐτό τό διάβασα σ' ἕνα περιοδικό·
    6. мест, (только, исключительно) μόνο[ν], μονάχα, ὀποκλει-·τικά [-<δς]:
    здесь одии́ только женщины и дети ἐδῶ εἶναι μόνο γυναίκες καί παιδιά·
    7. сущ. ἔνας·.

    Русско-новогреческий словарь > один

  • 14 родительница

    роди́те||льница
    ж уст. ἡ μητέρα, ἡ μάννα, ἡ μήτηρ.

    Русско-новогреческий словарь > родительница

  • 15 скорее

    скорее, скорей
    1. (сравнит, ст. от прил скорый и нареч скоро) γρηγορώ-τερα, πιό γρήγορα·
    2. нареч (лучше, предпочтительнее) καλλίτερα, κάλλιο, προτιμότερο[ν]:
    он \скорее умрет, чем\скорее сдастся θά προτιμήσει νά πεθάνει παρά νά παραδοθεί·
    3. нареч (вернее) μᾶλλον, περισ-σότερο[ν]:
    он \скорее похож на мать, чем на отца μάλλον μοιάζει τήν μητέρα του παρά τόν πατέρα του· ◊ \скорее всего́ μάλλον, τό πιθανότερον εἶναι, τό πιό πιθανό εἶναι.

    Русско-новогреческий словарь > скорее

  • 16 скорей

    скорее, скорей
    1. (сравнит, ст. от прил скорый и нареч скоро) γρηγορώ-τερα, πιό γρήγορα·
    2. нареч (лучше, предпочтительнее) καλλίτερα, κάλλιο, προτιμότερο[ν]:
    он \скорей умрет, чем\скорей сдастся θά προτιμήσει νά πεθάνει παρά νά παραδοθεί·
    3. нареч (вернее) μᾶλλον, περισ-σότερο[ν]:
    он \скорей похож на мать, чем на отца μάλλον μοιάζει τήν μητέρα του παρά τόν πατέρα του· ◊ \скорей всего́ μάλλον, τό πιθανότερον εἶναι, τό πιό πιθανό εἶναι.

    Русско-новогреческий словарь > скорей

  • 17 мама

    [μάμα] ουσ. θ. μητέρα, μόνα

    Русско-греческий новый словарь > мама

  • 18 мать

    [μάτ'] ουσ. θ. μητέρα

    Русско-греческий новый словарь > мать

  • 19 мама

    [μάμα] ουσ θ μητέρα, μόνα

    Русско-эллинский словарь > мама

  • 20 мать

    [μάτ'] ουσ θ μητέρα

    Русско-эллинский словарь > мать

См. также в других словарях:

  • μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… …   Dictionary of Greek

  • μητέρα — η 1. η μάνα, η μαμά: Έχασε τη μητέρα του μικρός. 2. το θηλυκό ζώο που μόλις γέννησε: Οι μητέρες του κοπαδιού. 3. μτφ., πρόσωπο που φροντίζει με αγάπη άλλο πρόσωπο ή οργάνωση: Είναι μητέρα των φτωχών και των αδυνάτων. 4. τόπος από τον οποίο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μητέρα — μήτηρ mother fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γη Μήτηρ — (Μητέρα Γη). Υπέρτατη γυναικεία θεότητα των αρχαίων γεωργικών πολιτισμών, η οποία εξασφάλιζε τη γονιμότητα των αγρών. Η θρησκευτική ιδέα που ενυπάρχει στη λατρεία της Γ.Μ. βασίζεται στο ότι η γεωργία αποτελεί το θεμέλιο κάθε μορφής πολιτισμού και …   Dictionary of Greek

  • οινάνθη — Μητέρα της αυλητρίδας και εταίρας Αγαθόκλειας από τη Σάμο. Η Ο. είχε συστήσει την κόρη της στον βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίο Δ’ τον Φιλοπάτορα. Ο Πτολεμαίος είχε αγαπήσει παράφορα την όμορφη Αγαθόκλεια και έπεσε θύμα των απαιτήσεων της, καθώς… …   Dictionary of Greek

  • μητέρ' — μητέρα , μήτηρ mother fem acc sg μητέρι , μήτηρ mother fem dat sg μητέρε , μήτηρ mother fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Άννα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αδελφή της Διδούς, της ερωμένης του Αινεία. Προσπάθησε να τον πείσει να μην εγκαταλείψει την αδελφή της και, όταν αυτός έφυγε (υπακούοντας στις θεϊκές εντολές), η Διδώ αυτοκτόνησε από τη λύπη της. Σύμφωνα πάντως… …   Dictionary of Greek

  • Κλεοπάτρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Βορέα και της κόρης του Ερεχθέα Ωρειθυίας, σύζυγος του βασιλιά της Θράκης Φινέα και μητέρα του Πληξίππου και του Πανδίονα. Ο Φινέας την έδιωξε και παντρεύτηκε την Ιδαία, η οποία φυλάκισε την προκάτοχό της …   Dictionary of Greek

  • Κλυμένη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ωκεανίδα, σύζυγος του Ιαπετού και μητέρα του Άτλαντα, του Προμηθέα και του Επιμηθέα. 2. Μητέρα του Έλληνα και του Δευκαλίωνα από τον Προμηθέα. 3. Σύζυγος του Ήλιου και μητέρα του Φαέθοντα. Κατά τον Ευριπίδη, όμως …   Dictionary of Greek

  • θηλασμός — Η πρώτη μορφή διατροφής των νεογνών του ανθρώπου και γενικότερα των θηλαστικών ζώων. Οι τρόποι και η διάρκεια του θ. ποικίλλουν ανάλογα με τα διάφορα είδη. Κατά τη διάρκεια της κύησης, ο μαστός ή μαζικός αδένας υφίσταται μεταβολές από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»