Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

μηροί

  • 1 Wrap

    v. trans.
    Fold: V. συμπτύσσειν.
    Encompass: P. and V. περιβάλλειν, Ar. and V. ἀμπέχειν (rare P.), V. περιπτύσσειν, ἀμφιβάλλειν.
    Cover: Ar. and V. καλύπτειν. V. συγκαλύπτειν (rare P.), P. and V. περικαλύπτειν; see Cover.
    Conceal: P. and V. κρύπτειν, ποκρύπτειν; see Conceal.
    Wrap up: Ar. ἐντυλίσσειν.
    Wrapped round, muffled: V. συγκεκλῃμένος (Eur., Hec. 487).
    The legs wrapped in fat: V. κνίσῃ κῶλα συγκαλυπτά (Æsch., P. V. 496).
    The thighs lay outside the fat that had wrapped them: V. μηροὶ καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς (Soph., Ant. 1011).
    Be wrapped in: Ar. and P. ἐγκαλύπτεσθαι (dat.).
    With feet wrapped in felt and sheepskins: P. ἐνειλιγμένος τοὺς πόδας εἰς πίλους καὶ ἀρνακίδας (Plat., Sym. 220B).
    ——————
    subs.
    Cloak: P. ἐφεστρίς, ἡ (Xen.), V. στέγαστρον, τό; see Cloak.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wrap

См. также в других словарях:

  • μηροί — μηρός thigh masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άντυξ — η (Α ἄντυξ, υγος) (Τεχνολ. Τοπογρ.) αρχ. 1. η περιφέρεια ή το χείλος κάθε πράγματος με κυκλικό ή καμπυλωτό σχῆμα 2. κύκλος μεταλλικός που περιέβαλλε την ασπίδα 3. ο γύρος του δίφρου που χρησίμευε για στήριγμα ή λαβή ή για την εξάρτηση των ηνίων 4 …   Dictionary of Greek

  • καταρρυής — καταρρυής, ές (Α) 1. αυτός που ρέει προς τα κάτω γλιστρώντας 2. (για λιπαρές σάρκες που θερμαίνονται) σταλάζω λίπος («καταρρυεῑς μηροὶ καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ρρυής (< ῥέω, πρβλ. αόρ. β ἐ ρρύ ην), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μήρα — μῆρα, τὰ (Α) οι μηροί («κατὰ μῆρα κάη καὶ σπλάγχνα πάσαντο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μηρός] …   Dictionary of Greek

  • μηριαίος — α, ο (Α μηριαῑος, α, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μηρό ή στους μηρούς νεοελλ. φρ. α) «μηριαία αρτηρία» ανατ. η βασική αρτηρία για την αιμάτωση τών στοιχείων τού μηρού β) «μηριαία φλέβα» ανατ. το βασικό απαγωγό αιμοφόρο αγγείο τού μηρού… …   Dictionary of Greek

  • μνούνες — μνοῡνες (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μηροί» …   Dictionary of Greek

  • ροικός — Αρχιτέκτονας και χαλκοπλάστης από τη Σάμο. Έζησε στα μέσα του 7ου αι. και ήταν γιος του Φιλέα ή Φιλαίου. Δημιούργησε μια οικογένεια Σάμιων καλλιτεχνών, που οι πιο γνωστοί τους είναι ο γιος του Τηλεκλής και ο εγγονός του Θεόδωρος. Κατά τον Ηρόδοτο …   Dictionary of Greek

  • σπαστικός — (Ιατρ.). Το άτομο που παρουσιάζει αθέλητη, έντονη και διαρκή συστολή διάφορων μυών, τόσο των γραμμωτών, όσο και των λείων. Οι σπαστικές αυτές συστολές συνοδεύονται συνήθως από πόνους. Ο σπασμός των μυών των αρτηριακών αγγείων των διαφόρων οργάνων …   Dictionary of Greek

  • συμμηρία — ἡ, Α [σύμμηρος] το σημείο όπου συναντώνται οι μηροί ή η σύσφιγξη τών μηρών …   Dictionary of Greek

  • σύμμηρος — ον, ΜΑ αυτός τού οποίου οι μηροί παρουσιάζουν κλίση προς τα μέσα, ραιβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μηρος (< μηρός), πρβλ. ἔμ μηρος] …   Dictionary of Greek

  • φαινομηρίδα — η / φαινομηρίς, ίδος, ΝΑ, και φανομηρίς Α (στην αρχαιότητα) γυναίκα που φορούσε ανοιχτό στα πλάγια ένδυμα, ώστε να φαίνονται οι μηροί της νεοελλ. συνεκδ. ανοιχτό στα πλάγια ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαίνω + μηρός + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. παλλακ ίς)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»