Перевод: с немецкого на все языки
μηροτρεφής
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
μηροτρεφής — μηροτρεφής, ές (Α) βλ. μηροτραφής … Dictionary of Greek
μηροτρεφής — thigh bred masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηροτραφής — και μηροτρεφής, ές (Α) (ως επίθ. τού Διονύσου) αυτός που έχει τραφεί μέσα στον μηρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + τραφής και τρεφής (< τρέφω), πρβλ. μουσο τραφής] … Dictionary of Greek