Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

μηνύω

  • 1 prosecute

    ['prosikju:t]
    (to bring a legal action against: He was prosecuted for theft.) διώκω ποινικώς,μηνύω
    - prosecutor

    English-Greek dictionary > prosecute

  • 2 sue

    [su:]
    1) (to start a law case against.) μηνύω,κάνω αγωγή/μήνυση
    2) ((with for: especially in law) to ask for (eg divorce).) κάνω αγωγή/μήνυση

    English-Greek dictionary > sue

  • 3 жаловать

    -лую, -луешь, ρ.δ.
    1. μ. παλ. βραβεύω. || μτφ. αμοίβω, δωρίζω (για υπηρεσίες κ.τ.τ.)• жаловать кому землю ή кого землею δωρίζω σε κάποιον γη. || προάγω, απονέμω τίτλο ή βαθμό.
    2. αγαπώ, δείχνω ευμένεια ή προσοχή,
    3. παλ. έρχομαι, επισκέπτομαι•

    он редко к нам -ет αυτός αραιά μας επισκέπτεται.

    1. παραπονούμαι, λέγω τα παράπονα μου, τον πόνο μου• πονώ•

    он -ется, что писем не получает αυτός παραπονείται, ότι δεν παίρνει γράμματα•

    врач спросил больного: на что вы -тесь? ο γιατρός ρώτησε τον άρρωστο: τι σας πονά;

    2. μηνύω, καταγγέλλω.

    Большой русско-греческий словарь > жаловать

  • 4 искать

    ищу, ищешь, μτχ. ενστ. ищущий, επίρ. μτχ. ища ρ.δ.
    1. ερευνώ, γυρεύω, ψάχνω, αναζητώ, αναγυρεύω•

    искать книгу γυρεύω το βιβλίο•

    искать работу ψάχνω (να βρω) δουλειά• искать кого-н. глазами ψάχνω να δω κάποιον•

    искать место ψάχνω θέση•

    в нем все ищут τον αναζητούν όλοι.

    || ενάγω, μηνύω, εγκαλώ.
    2. προσπαθώ, επιδιώκω, επιζητώ. || καταζητώ (για σύλληψη)•
    3. γαλιφίζω, κολακεύω, γλύφω, καλοπιάνω.
    εκφρ.
    искать чьей рукиπαλ. ζητώ το χέρι κάποιας (τη συγκατάθεση για γάμο).
    ερευνούμαι• αναζητούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > искать

  • 5 накаркать

    ρ.σ. (κατά τις προλήψεις) προ» μηνύω κακό (από το κρώξιμο του κόρακα).

    Большой русско-греческий словарь > накаркать

  • 6 подсказать

    ρ.σ.μ.
    1. λέγω κρυφά, φυσώ,σφυρίζω• μηνύω•

    его друг -ал ему ответ ο φίλος -του του σφύριξε την απάντηση.

    2. μτφ. υπαγορεύω, υποδείχνω.

    Большой русско-греческий словарь > подсказать

  • 7 просить

    прошу, просишь, μτχ. ενστ. Προ проситьсящий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прошенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.δ.
    1. μ. ζητώ, αιτώ•

    просить помощи ζητώ βοήθεια•

    просить прощения ζητώ συγγνώμη.

    || προτείνω, παρακαλώ•

    -шу садиться παρακαλώ καθήστε•

    здесь -ят не курить παρακαλείστε να μη καπνίζετε εδώ•

    просить соблюдать тишину παρακαλώ να τηρηθεί ησυχία.

    2. φροντίζω• ενδιαφέρομαι.
    3. (προσ)καλώ, φωνάζω.
    4. μ. (γ1• просить εμπορευματική τιμή)• ζητώ•

    он -ит дорого αυτός ζητά ακριβά.

    5. ζητώ ελεημοσύνη.
    6. παλ. μηνύω, κάνω μήνυση.
    εκφρ.
    прошу (вас) – ω-ρίστε, περάστε, κοπιάστε.
    1. παρακαλώ• ζητώ• θέλω, επιθυμώ•

    просить отпуск ζητώ άδεια•

    просить гулять ζητώ (θέλω) να πάω περίπατο.

    2. αιτούμαι, ζητώ•

    просить на службу ζητώ να προσληφθώ στη υπηρεσία.

    3. μτφ. ταιριάζω, αξίζω.
    εκφρ.
    просить наружу ή из души – (για αισθήματα) θέλω να βγω έξω, να ξεσπάσω, (να ξεθυμάνω).

    Большой русско-греческий словарь > просить

  • 8 sue

    1) εγκαλώ
    2) ενάγω
    3) μηνύω

    English-Greek new dictionary > sue

См. также в других словарях:

  • μηνύω — μηνύω, μήνυσα βλ. πίν. 5 Σημειώσεις: μηνάω – μηνύω : η έννοια είναι διαφορετική. Το μηνάω σημαίνει → στέλνω μήνυμα, παραγγέλνω, ενώ το μηνύω → κάνω μήνυση …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μηνύω — (ΑΜ μηνύω Μ και μηνυῶ, άω, Α και δωρ. τ. μανύω) 1. αποκαλύπτω μυστικό, καθιστώ κάτι γνωστό, φανερώνω, αποκαλύπτω («ποίου γὰρ ἀνδρὸς τήνδε μηνύει τύχην», Σοφ.) 2. εισάγω κατηγορία ή διατυπώνω καταγγελία εναντίον κάποιου («καὶ ὁ μὲν αὐτός τε καθ… …   Dictionary of Greek

  • μηνύω — μηνύ̱ω , μηνύω disclose what is secret pres subj act 1st sg μηνύ̱ω , μηνύω disclose what is secret pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνύω — μήνυσα, μηνύθηκα, μηνυμένος, καταγγέλλω στις αρχές αξιόποινη πράξη ή παράνομη ενέργεια, υποβάλλω μήνυση: Τον μήνυσε για κλοπή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μηνῦον — μηνύω disclose what is secret pres part act masc voc sg μηνύω disclose what is secret pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμηνῦσθαι — μηνύω disclose what is secret perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνῦσαι — μηνύω disclose what is secret aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανύουσ' — μᾱνύ̱ουσα , μηνύω disclose what is secret pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) μᾱνύ̱ουσι , μηνύω disclose what is secret pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μᾱνύ̱ουσι , μηνύω disclose what is secret pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνύετον — μηνύ̱ετον , μηνύω disclose what is secret pres imperat act 2nd dual μηνύ̱ετον , μηνύω disclose what is secret pres ind act 3rd dual μηνύ̱ετον , μηνύω disclose what is secret pres ind act 2nd dual μηνύ̱ετον , μηνύω disclose what is secret imperf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανύσει — μᾱνύ̱σει , μηνύω disclose what is secret aor subj act 3rd sg (epic) μᾱνύ̱σει , μηνύω disclose what is secret fut ind mid 2nd sg μᾱνύ̱σει , μηνύω disclose what is secret fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμηνυμένα — μεμηνῡμένα , μηνύω disclose what is secret perf part mp neut nom/voc/acc pl μεμηνῡμένᾱ , μηνύω disclose what is secret perf part mp fem nom/voc/acc dual μεμηνῡμένᾱ , μηνύω disclose what is secret perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»