-
1 prosecute
['prosikju:t](to bring a legal action against: He was prosecuted for theft.) διώκω ποινικώς,μηνύω- prosecutor -
2 sue
[su:]1) (to start a law case against.) μηνύω,κάνω αγωγή/μήνυση2) ((with for: especially in law) to ask for (eg divorce).) κάνω αγωγή/μήνυση -
3 жаловать
-лую, -луешь, ρ.δ.1. μ. παλ. βραβεύω. || μτφ. αμοίβω, δωρίζω (για υπηρεσίες κ.τ.τ.)• жаловать кому землю ή кого землею δωρίζω σε κάποιον γη. || προάγω, απονέμω τίτλο ή βαθμό.2. αγαπώ, δείχνω ευμένεια ή προσοχή,3. παλ. έρχομαι, επισκέπτομαι•он редко к нам -ет αυτός αραιά μας επισκέπτεται.
1. παραπονούμαι, λέγω τα παράπονα μου, τον πόνο μου• πονώ•он -ется, что писем не получает αυτός παραπονείται, ότι δεν παίρνει γράμματα•
врач спросил больного: на что вы -тесь? ο γιατρός ρώτησε τον άρρωστο: τι σας πονά;
2. μηνύω, καταγγέλλω. -
4 искать
ищу, ищешь, μτχ. ενστ. ищущий, επίρ. μτχ. ища ρ.δ.1. ερευνώ, γυρεύω, ψάχνω, αναζητώ, αναγυρεύω•искать книгу γυρεύω το βιβλίο•
искать работу ψάχνω (να βρω) δουλειά• искать кого-н. глазами ψάχνω να δω κάποιον•
искать место ψάχνω θέση•
в нем все ищут τον αναζητούν όλοι.
|| ενάγω, μηνύω, εγκαλώ.2. προσπαθώ, επιδιώκω, επιζητώ. || καταζητώ (για σύλληψη)•3. γαλιφίζω, κολακεύω, γλύφω, καλοπιάνω.εκφρ.искать чьей руки – παλ. ζητώ το χέρι κάποιας (τη συγκατάθεση για γάμο).ερευνούμαι• αναζητούμαι. -
5 накаркать
ρ.σ. (κατά τις προλήψεις) προ» μηνύω κακό (από το κρώξιμο του κόρακα). -
6 подсказать
ρ.σ.μ.1. λέγω κρυφά, φυσώ,σφυρίζω• μηνύω•его друг -ал ему ответ ο φίλος -του του σφύριξε την απάντηση.
2. μτφ. υπαγορεύω, υποδείχνω. -
7 просить
прошу, просишь, μτχ. ενστ. Προ проситьсящий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прошенный, βρ: -шен, -а, -оρ.δ.1. μ. ζητώ, αιτώ•просить помощи ζητώ βοήθεια•
просить прощения ζητώ συγγνώμη.
|| προτείνω, παρακαλώ•-шу садиться παρακαλώ καθήστε•
здесь -ят не курить παρακαλείστε να μη καπνίζετε εδώ•
просить соблюдать тишину παρακαλώ να τηρηθεί ησυχία.
2. φροντίζω• ενδιαφέρομαι.3. (προσ)καλώ, φωνάζω.4. μ. (γ1• просить εμπορευματική τιμή)• ζητώ•он -ит дорого αυτός ζητά ακριβά.
5. ζητώ ελεημοσύνη.6. παλ. μηνύω, κάνω μήνυση.εκφρ.прошу (вас) – ω-ρίστε, περάστε, κοπιάστε.1. παρακαλώ• ζητώ• θέλω, επιθυμώ•просить отпуск ζητώ άδεια•
просить гулять ζητώ (θέλω) να πάω περίπατο.
2. αιτούμαι, ζητώ•просить на службу ζητώ να προσληφθώ στη υπηρεσία.
3. μτφ. ταιριάζω, αξίζω.εκφρ.просить наружу ή из души – (για αισθήματα) θέλω να βγω έξω, να ξεσπάσω, (να ξεθυμάνω). -
8 sue
1) εγκαλώ2) ενάγω3) μηνύω
См. также в других словарях:
μηνύω — μηνύω, μήνυσα βλ. πίν. 5 Σημειώσεις: μηνάω – μηνύω : η έννοια είναι διαφορετική. Το μηνάω σημαίνει → στέλνω μήνυμα, παραγγέλνω, ενώ το μηνύω → κάνω μήνυση … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μηνύω — (ΑΜ μηνύω Μ και μηνυῶ, άω, Α και δωρ. τ. μανύω) 1. αποκαλύπτω μυστικό, καθιστώ κάτι γνωστό, φανερώνω, αποκαλύπτω («ποίου γὰρ ἀνδρὸς τήνδε μηνύει τύχην», Σοφ.) 2. εισάγω κατηγορία ή διατυπώνω καταγγελία εναντίον κάποιου («καὶ ὁ μὲν αὐτός τε καθ… … Dictionary of Greek
μηνύω — μηνύ̱ω , μηνύω disclose what is secret pres subj act 1st sg μηνύ̱ω , μηνύω disclose what is secret pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηνύω — μήνυσα, μηνύθηκα, μηνυμένος, καταγγέλλω στις αρχές αξιόποινη πράξη ή παράνομη ενέργεια, υποβάλλω μήνυση: Τον μήνυσε για κλοπή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μηνῦον — μηνύω disclose what is secret pres part act masc voc sg μηνύω disclose what is secret pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμηνῦσθαι — μηνύω disclose what is secret perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηνῦσαι — μηνύω disclose what is secret aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανύουσ' — μᾱνύ̱ουσα , μηνύω disclose what is secret pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) μᾱνύ̱ουσι , μηνύω disclose what is secret pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μᾱνύ̱ουσι , μηνύω disclose what is secret pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηνύετον — μηνύ̱ετον , μηνύω disclose what is secret pres imperat act 2nd dual μηνύ̱ετον , μηνύω disclose what is secret pres ind act 3rd dual μηνύ̱ετον , μηνύω disclose what is secret pres ind act 2nd dual μηνύ̱ετον , μηνύω disclose what is secret imperf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανύσει — μᾱνύ̱σει , μηνύω disclose what is secret aor subj act 3rd sg (epic) μᾱνύ̱σει , μηνύω disclose what is secret fut ind mid 2nd sg μᾱνύ̱σει , μηνύω disclose what is secret fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμηνυμένα — μεμηνῡμένα , μηνύω disclose what is secret perf part mp neut nom/voc/acc pl μεμηνῡμένᾱ , μηνύω disclose what is secret perf part mp fem nom/voc/acc dual μεμηνῡμένᾱ , μηνύω disclose what is secret perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)