-
1 μηδενιστής
[мкдэнистис] ουσ. а. нигилист.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μηδενιστής
-
2 нигилцизмйст
нигилци́зм||йстм ὁ μηδενιστής. -
3 нигилист
[νιγκιλίστ] ουσ. α. μηδενιστής -
4 нигилист
[νιγκιλίστ] ουσ α μηδενιστής -
5 нигилист
-а α.-ка, -и θ.μηδενιστής, -τρια.
См. также в других словарях:
μηδενιστής — ο, θηλ. μηδενίστρια ο οπαδός τού μηδενισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέν + ιστής. Απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. nihil iste. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Εμ. Ροΐδη] … Dictionary of Greek
μηδενιστής — ο θηλ. ίστρια ο οπαδός του μηδενισμού, ο νιχιλιστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μηδενιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στον μηδενιστή ή στον μηδενισμό. επίρρ... μηδενιστικώς και ά κατά την άποψη τού μηδενισμού, από μηδενιστική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενιστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
νιχιλιστής — ο, θηλ. νιχιλίστρια (φιλοσ.) οπαδός τού μηδενισμού, μηδενιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nihilist < λατ. nihil «μηδέν»] … Dictionary of Greek
νιχιλιστής — ο θηλ. ίστρια οπαδός του νιχιλισμού, αλλ. μηδενιστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)