-
1 μετερχομαι
эол. πεδέρχομαι1) входить (в чьи-л. ряды), вступать, (по)являтьсяμετελθών Hom. — придя, явившись (среди них);
κούρῃσιν μετελθών Hom. — оказавшись в присутствии девушек2) идти (к кому-л. или за кем-л.)(ἐγὼ δὲ Πάριν μετελεύσομαι, ὅφρα καλέσσω Hom.)
πατρὸς κλέος μ. Hom. — отправляться за вестями об отце;οἳ τὸ πάγχρυσον δέρος μετῆλθον Eur. — отправившиеся за золотым руном;ἰατρὸν μ. τινι Arph. — вызвать врача к кому-л.3) переходить, идти(πόλινδε Hom.; εἰς τὸ ἱερόν Dem.)
4) нападать(ἀγέλῃφι, βουσί Hom.)
τινὰ τοισίδε τοῖσι ἔπεσι μ. Her. — грозно ответить кому-л. следующими словами5) следовать, идти(καινὰς ὁδούς Eur.)
ἴχνος μετελθεῖν Plat. — пойти по своему следу, т.е. возвратиться6) возвращаться(δόμους Pind.)
ὅπως εἴ τίς τι ἐπιλελησμένος εἴη, μετέλθοι Xen. — чтобы кто-л., если он что-л. забудет, мог вернуться (за этим)7) преследовать, карать(τινα κλοπῆς Aesch.; τὰς ἀδικίας Polyb.; τὸν θάνατόν τινος Plut.)
8) настигать, постигать(μετῆλθον τίσιες Ὀροίτεα Her.)
9) просить, молить(τινα τὠληθὲς εἰπεῖν Her.)
10) окружать почитанием, чтить(τινα θυσίῃσι Her.)
11) делать, устраивать(τὸ πρᾶγμα Arph.)
ἔργα γάμοιο μ. Hom. — устраивать браки12) улаживать, решать13) домогаться, добиваться, искать(τὸ ἀνδρεῖον Thuc.; μέρος γῆς Eur.; στρατηγίαν Plut.)
14) продолжать(τὸν λόγον Plat.)
-
2 μετέρχομαι
(αόρ. μετήλθον) μετ.1) заниматься (чём-л.), иметь профессией;μετέρχομαι την ιατρική — быть врачом, заниматься медицинской практикой;
μετέρχομαι τό επάγγελμα τού δικηγόρου — я — адвокат;
2) использовать, применять;μετέρχομαι πάν μέσον — использовать любое средство
-
3 μετέρχομαι
-
4 μετέρχομαι\ τινα
-
5 μετελευστεον
Luc. adj. verb. к μετέρχομαι См. μετερχομαι 7 -
6 μετηλθον
aor. 2 к μετέρχομαι См. μετερχομαι -
7 πεδερχομαι
эол. = μετέρχομαι См. μετερχομαι
См. также в других словарях:
μετέρχομαι — μετέρχομαι, μετήλθα βλ. πίν. 214 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μετέρχομαι — come pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετέρχομαι — (I) (ΑΜ μετέρχομαι, Α αιολ. και δωρ. τ. πεδέρχομαι) νεοελλ. (σχετικά με μέσα) χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι («μετέρχεται κάθε μέσο θεμιτό ή αθέμιτο προκειμένου να επιβάλει τις απόψεις του») νεοελλ. μσν. (για τέχνη ή επάγγελμα) ασκώ («μετέρχεται το… … Dictionary of Greek
μετέρχομαι — μετήλθα 1. ασκώ κάποιο επάγγελμα, ασχολούμαι επαγγελματικά: Μετέρχεται το επάγγελμα του δικηγόρου. 2. χρησιμοποιώ μέσα για να πετύχω κάποιο σκοπό: Μετέρχεται βίαιες μεθόδους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετέλθετε — μετέρχομαι come aor subj act 2nd pl (epic) μετέρχομαι come aor imperat act 2nd pl μετέρχομαι come aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετέλθω — μετέρχομαι come aor subj act 1st sg μετέρχομαι come aor subj act 1st sg μετέρχομαι come aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετέλθῃ — μετέρχομαι come aor subj mid 2nd sg μετέρχομαι come aor subj act 3rd sg μετέρχομαι come aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετέρχεσθε — μετέρχομαι come pres imperat mp 2nd pl μετέρχομαι come pres ind mp 2nd pl μετέρχομαι come imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτελθε — μετέρχομαι come aor imperat act 2nd sg μετέρχομαι come aor ind act 3rd sg (homeric ionic) μετέρχομαι come aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεδέλθῃ — μετέρχομαι come aor subj mid 2nd sg (doric aeolic) μετέρχομαι come aor subj act 3rd sg (doric aeolic) μετέρχομαι come aor subj act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέδελθε — μετέρχομαι come aor imperat act 2nd sg (doric aeolic) μετέρχομαι come aor ind act 3rd sg (doric aeolic) μετέρχομαι come aor ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)