-
1 μετρικός
[метрикос] εκ. метрическийΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μετρικός
-
2 метрический
μετρικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > метрический
-
3 центнер
-
4 метрический
метрический Iприл лит. μετρικός.метрический IIприл (о системе) μετρικός.метри́ческ||ий IIIприл:\метрическийая книга τό μητρώο γεννήσεως, τό ληξιαρχικό βιβλίο· \метрическийое свидетельство τό πιστοποιητικό γεννήσεως. -
5 метрический
επ.μετρικός•-ая система мер το μετρικό σύστημα.
επ.(φιλγ. κ. μουσ.) μετρικός•εκφρ.- ое стихотворение – μετρικό ή προσωδιακό ποίημα (με βραχύχρονες και μακρόχρονες συλλαβές).επ.:-ая книга ληξιαρχικό βιβλίο•
- ое свидетельство βλ. метрика 2
-ая выпись πιστοποιητικό ληξιαρχικής πράξης.
-
6 конденсатор
(хим., эл.) о συμπυκνωτ/ής(тепл.) о συμπυκνωτής, το ψυγείο της ατμομηχανής- служит для накопления электрической энергии - χρησιμοποιείται για συσσώρευση της ηλεκτρικής ενέργειαςмасляный - λαδιού/ελαίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > конденсатор
-
7 контроль
ο έλεγχος, (проверка) η εξέτασηавтоматический маш. - αυτόματος -- переполнения вчт. - της υπερφόρτωσηςприемочный - της εισαγωγής/παραλαβήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > контроль
-
8 многостопный
(о стихотворении) (στην ποίηση) (ο) πολυσύλλαβος μετρικός πό-δας/πους.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > многостопный
-
9 седловина
1. (топ.) о αυχήν, разг. о αυχένας 2. (барическая) (метео) о βαρο-μετρικός λαιμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > седловина
-
10 стопа
I.(нижняя часть ноги) о πους, разг. το πέλμα.II. 1. (совокупность предметов, положенных ровно один на другой) η στοίβα 2 (старая единица счёта писчей бумаги) οι 48 σελίδεςметрическая - бумаги οι 1000 σελίδες.III.литер. το πόδι, ο (μετρικός) πουςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стопа
-
11 тонна
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тонна
-
12 центнер
ο στατήρας. длинный - μακρύς - (βρετανικός, που ισούται με 50,8023 κιλά)короткий - βραχύς - (αμερικάνικος, πουισούται με 45,3592 κιλά)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > центнер
-
13 дактиль
дактильм лит. ὁ δάκτυλος (μετρικός). -
14 измерительный
измерительныйприл μετρικός:\измерительныйительный прибор ἡ μετρική συσκευή. -
15 центнер
центнерм ὁ μετρικός στατήρ(-ας), τά ἐκατό κιλά. -
16 измерительный
επ.μετρικός, της μέτρησης•измерительный прибор όργανο εκμέτρησης.
-
17 мерительный
επ.μετρικός• για μέτρηση. -
18 мерный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.1. ρυθμικός.2. που έχει καθορισμένο μέτρο, μέγεθος. || ενός πήχη.3. μετρικός, για μέτρηση•-ая посуда αγγείο μετρικό.
-
19 размерный
επ.1. βλ. размеренный (2 σημ.).2. μετρικός, για μέτρηση, για μέτρημα. -
20 центнер
-а α.μετρικός στατήρας 100 κιλών.
См. также в других словарях:
μετρικός — metrical masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρικός — ή, ό (Α μετρικός, ή, όν) [μέτρον] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο μέτρο ή αυτός που χρησιμεύει στη μέτρηση («μετρικοὶ ῥυθμοί», Αριστοτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο μετρικός αυτός που ασχολείται ειδικά ή αυτός που είναι έμπειρος στη… … Dictionary of Greek
μετρικός — ή, ό 1. ο σχετικός με το μέτρημα: Μετρική μονάδα. 2. αυτός που αναφέρεται στα μέτρα της ποίησης: Μετρικοί κανόνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάπαιστος — Μετρικός πόδας. Αποτελείται από δύο βραχείες και μία μακρά συλλαβή στην αρχαία ελληνική ποίηση και από δύο άτονες και μία τονισμένη στη νεότερη. Το κύριο σχήμα του είναι το εξής: άρση θέση ’ Σε πολλές περιπτώσεις, τα αναπαιστικά μέτρα δέχονται… … Dictionary of Greek
μετρικά — μετρικός metrical neut nom/voc/acc pl μετρικά̱ , μετρικός metrical fem nom/voc/acc dual μετρικά̱ , μετρικός metrical fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίσπαστος — Μετρικός πόδας ο οποίος αποτελείται από έναν ίαμβο που προηγείται και έναν τροχαίο που ακολουθεί, δηλαδή: υ υ. Ο πόδας αυτός, που λέγεται και βακχείος από ιάμβου, κατατασσόταν από τους αρχαίους στα πρωτότυπα μέτρα. Εισηγητής του υπήρξε ο… … Dictionary of Greek
σπονδείος — Μετρικός τετράσημος πόδας, της αρχαίας ελληνικής στιχουργικής που αποτελείται από δύο μακρούς χρόνους ( ), από τους οποίους ο ένας προέρχεται από συναίρεση των συλλαβών (βραχείες) του δακτύλου ( υυ) ) ή του ανάπαιστου (υυ ) ). * * * ο / σπονδεῑος … Dictionary of Greek
μετρικῶν — μετρικός metrical fem gen pl μετρικός metrical masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρικόν — μετρικός metrical masc acc sg μετρικός metrical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρικαῖς — μετρικός metrical fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρικαί — μετρικός metrical fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)