-
1 μεταφύτευση
[мэтафитэфси] ουσ. Θ. пересадка растений,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μεταφύτευση
-
2 пересадка
1. (с одного места на другое) η αλλαγή θέσης, η μετάθεση, η μεταφορά 2. (с одного вида транспорта на другой) η μετεπιβίβασ/ηбез - ок χωρίς στάσεις, δίχως - εις3. (растений) η μεταφύτευση 4. мед. η μεταμόσχευσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пересадка
-
3 пикировка
с.-х. η μεταφύτευση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пикировка
-
4 высадка
высадкаж1. (на берег) ἡ ἀποβίβα· ση [-ις]» ἡ ἀπόβαση [-ις], τό ξεμπαρκάρι-σμα·2. (растений) ἡ μεταφύτευση [-ις], τό μεταφύτευμα. -
5 рассада
рассадаж τά βλαστάρια, τά φυντάνια γιά μεταφύτευση. -
6 высадка
-
7 отсадка
-и θ.1. ξεχώρισμα των μικρών ζώων.2. ξεχωριστό φύτευμα• μεταφύτευση.3. (για ορυκτά) καθάρισμα με εξακόντιση υγρού ή αέρα. -
8 отсаживание
-я ουδ.ξεχώρισμα, κάθιση ξεχωριστή. || ξεχώρισμα ζώων, μέριασμα. || ξεχωριστό φύτευμα μεταφύτευση. -
9 пересадка
-и θ.1. αλλαγή θέσης, μετάθεση, μεταφορά αλλού.2. μεταφύτευση.3. (ιατρ.) μεταμόσχευση•пересадка сердца μεταμόσχευση καρδιάς.
4. βάλσιμο, πέρασμα. || αλλαγή μεταφορικού μέσου σταθμός, στάση. -
10 пересадочный
επ.1. μεταφυτευτικός, για μεταφύτευση. || μεταφυτευμένος.2. της αλλαγής μεταφορικού μέσου. -
11 пикирование
-я ουδ.κάθετη εφόρμηση αεροπλάνου, βύθιση.-я ουδ.άνοιγμα οπών με πασσάλους για μεταφύτευση. -
12 пикировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ. (αερπ.) εφορμώ κάθετα, βυθίζομαι.-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.μ. ανοίγω οπές με πάσσαλο για μεταφύτευση. -
13 рассадить
-сажу, -садишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рассаженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.1. καθίζω, βάζω να καθίσει σε θέση•рассадить гостей βάζω τους προσκαλεσμένους στις θέσεις.
2. χωρίζω, βάζω να καθίσουν χωριστά•рассадить поссорившихся детей βάζω να καθίσουν χωριστά τα παιδιά που μάλωσαν.
3. φυτεύω σχηματικά. || αραιώνω, βγάζω για μεταφύτευση.4. σπάζω (με χτύπημα)• σχίζω•рассадить тарелку σπάζω το πιάτο.
|| τραυματίζω• χτυπώ δυνατά•рассадить голову χτυπώ δυνατά το κεφάλι.
-
14 рассадка
-и θ.φύτευση σχηματική. || μεταφύτευση.
См. также в других словарях:
μεταφύτευση — η 1. το ξερίζωμα φυτού από ένα μέρος και το φύτεμα σε άλλο: Κάναμε τη μεταφύτευση του δενδρυλλίου. 2. μτφ., μεταφορά και διάδοση ιδεών, μεθόδων, εθίμων κτλ. σε άλλο μέρος: Η μεταφύτευση των νέων ιδεών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταφύτευση — Στη γεωργία και στην κηπουρική αφορά την εξαγωγή φυτών, νεαρής κυρίως ηλικίας, από το έδαφος (με τις ρίζες τους και συχνά με σβώλο χώματος), με σκοπό να φυτευθούν σε άλλη θέση, ολοκληρώνοντας εκεί πλέον την ανάπτυξή τους. Συχνά, οι μ. είναι… … Dictionary of Greek
φυτευτήρι — το / φυτευτήριον, ΝΜΑ νεοελλ. εργαλείο κατάλληλο για το φύτευμα ποωδών, κυρίως, φυτών μσν. αρχ. κλάδος φυτού που χρησιμεύει για μεταφύτευση και πολλαπλασιασμό, καταβολάδα αρχ. έκταση γης όπου φυτεύονται και καλλιεργούνται συστηματικά δένδρα… … Dictionary of Greek
αντίδι — Φυτό ποώδες της οικογένειας των συνθέτων. Τα παράρριζά του σχηματίζουν σφαιρικό ρόδακα από το κέντρο του οποίου αναπτύσσεται ο ανθοφόρος βλαστός ύψους μέχρι 1 μ., με άνθη κυανά ή λευκά. Κατάγεται από τη μεσογειακή ζώνη, ή ίσως και από την Ινδία,… … Dictionary of Greek
βιολέτα — (violla).Κοινή ονομασία της καλλιεργούμενης ποικιλίας του φυτικού είδους ματθιόλα η πολιά της οικογένειας των σταυρανθών. Έχει βλαστό διακλαδιζόμενο, με τη βάση αποξυλωμένη, ύψος 30 60 εκ., φύλλα επαλλάσσοντα, προμήκη, χνουδωτά, άνθη κόκκινα,… … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
γλυκαίνω — (AM γλυκαίνω) Ι. 1. καθιστώ κάτι γλυκό 2. προξενώ το αίσθημα τής γλυκύτητας 3. γίνομαι γλυκός 4. μαγεύω γοητεύω μσν. νεοελλ. 1. ευφραίνω, προξενώ ευχαρίστηση 2. ανακουφίζω, καταπραΰνω («γλυκαίνω τον πόνο») 3. δίνω σε κάποιον χαρά 4. γίνομαι ήπιος … Dictionary of Greek
δενδροκομείο — το έκταση γης όπου φυτεύονται και καλλιεργούνται συστηματικά δένδρα προορισμένα για μεταφύτευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < δενδροκόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Κανονισμό τού Υπουργείου Οικονομικών] … Dictionary of Greek
εμβίωσις — ἐμβίωσις, η (Α) 1. τρόπος διαβιώσεως 2. (για φυτά) διατήρηση στη ζωή και συνέχιση τής αύξησης τους μετά τη μεταφύτευση … Dictionary of Greek
εμβιώ — ἐμβιῶ ( όω) (AM) ζω, περνώ τη ζωή μου αρχ. 1. ασχολούμαι με κάτι στη ζωή μου 2. (για φυτά) ζω και αυξάνομαι μετά τη μεταφύτευση, πιάνω … Dictionary of Greek
ιχθυοτροφία — Εκτροφή ψαριών που έχει ως στόχο είτε την παραγωγή αλιευμάτων με προορισμό το εμπόριο είτε τον εμπλουτισμό της ιχθυοπανίδας των εσωτερικών υδάτων. Ο εμπλουτισμός πραγματοποιείται στη θάλασσα ή σε διάφορες λίμνες και ποτάμια με τη διασπορά γόνου… … Dictionary of Greek