-
1 μεταφυτεύω
[мэтафитэво] р. пересаживать растения,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μεταφυτεύω
-
2 рассадить
рассадить, рассаживать 1) καθίζω· τοποθετώ 2) (растения) μεταφυτεύω* * *= рассаживать1) καθίζω; τοποθετώ2) ( растения) μεταφυτεύω -
3 пересадить
1. (с одного места на другое) βάζω σε άλλη θέση, αλλάζω θέση 2. (с одного вида транспорта на другой) μεταβιβάζω, μεταφέρω 3. (поместить в другое место) μεταφέρω, μετατοπίζω 4. (выкопав растение, посадить в другом месте) μεταφυτεύω, φυτεύω αλλού 5. (перенести на другое место для приживания) мед. μεταμοσχεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пересадить
-
4 высадить
высадить, высаживать 1) αποβιβάζω· \высадить на берег ξεμπαρκάρω, κάνω αποβίβαση 2) (растение) ( μεταφυτεύω \высадиться αποβιβάζομαι· κατεβαίνω ( από τρένο, αυτοκίνητο κτλ.)* * *= высаживать1) αποβιβάζωвы́садить на бе́рег — ξεμπαρκάρω, κάνω αποβίβαση
2) ( растение) (μετα)φυτεύω -
5 высаживать
высаживатьнесов1. ἀποβιβάζω, ξεμ-παρκάρω/ κατεβάζω κάτω (насильно):\высаживать десант ἀποβιβάζω ἄγημα· \высаживать из поезда κατεβάζω ἀπό τό τραίνο·2. (растения) μεταφυτεύω, φυτεύω ἀλλοῦ·3. (дверь, окно) разг σπάνω, θραύω, συντρίβω. -
6 отсадить
отсадитьсов, отсаживать несов1. (растения) μεταφυτεύω:\отсадить отводки ка-ταβολιάζω·2. (ученика и т. п.) βάζω σέ ἄλλη θέση. -
7 пересаживать
пересаживатьнесов1. (кого-л.) βάζω νά καθίσει σέ ἀλλο μέρος:\пересаживать ученика на другую парту βάζω τόν μαθητή νά καθίσει σέ ἀλλο θρανίο·2. с.-х., мед. μεταφυτεύω, ξαναφυτεύω. -
8 пикировать
пикировать Iсов и несов ав. κάνω κάθετη ἐφόρμηση.пикировать IIнесов с.-х. μεταφυτεύω. -
9 рассиживать
рассиживатьнесов1. (по местам) καθίζω, τακτοποιώ, βάζω νά καθίσει:\рассиживать гостей βάζω τούς ἐπισκέπτες νά καθίσουν2. (отдельно) βάζω νά καθίσουν χωριστά·3. (растения) μεταφυτεύω. -
10 высадить
-ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. высаженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.1. αποβιβάζω, ξεμπαρκάρω• βγάζω, εξάγω• κατεβάζω. || βοηθώ να κατέβει•высадить больного из кресла σηκώνω τον άρρωστο από την πολυθρόνα•
-ребенка из коляски κατεβάζω το παιδάκι από το καροτσάκι.
2. μεταφυτεύω.3. (απλ.) σπάζω, -ξεκαρφώνω•-ли дверь έσπασαν την πόρτα.
αποβιβάζομαι, ξεμπαρκάρω• βγαίνω, εξέρχομαι κατεβαίνω. -
11 отсадить
-ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отсаженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. καθίζω, βάζω να καθίσει χώρια, ξεχωρίζω•шалуна за отдельный стол καθίζω το άτακτο παιδί σε άλλο τραπέζι.
2. (για ζώα) χωρίζω•отсадить молодняк χωρίζω τα μικρά (νεαρά) ζώα.
3. φυτεύω χώρια μεταφυτεύω.4. (απλ.) αποκόπτω, κόβω•отсадить палец топором κόβω το δάχτυλο με το τσεκούρι.
5. (τεχ.) καθαρίζω με εξακόντιση υγρού ή αέρα. -
12 пересадить
-сазу, -садишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пересаженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. βάζω να καθίσει αλλού•пересадить ученика на другую парту βάζω το μαθητή να καθίσει σε άλλο θρανίο.
|| μεταθέτω, μεταφέρω• τοποθετώ αλλού•пересадить в другой вагон μεταφέρω σε άλλο βαγόνι.
2. μτφ. περνώ.3. μεταφυτεύω.4. (ιατρ.) μεταμοσχεύω•пересадить сердце μεταμοσχεύω καρδιά.
5. βάζω, περνώ•пересадить топор в другое топорище βάζωστο τσεκούρι άλλο στυλιάρι.
См. также в других словарях:
μεταφυτεύω — μεταφυτεύω, μεταφύτεψα και μεταφύτευσα βλ. πίν. 17 , βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μεταφυτεύω — και ματαφυτεύω (ΑΜ μεταφυτεύω, Μ και ματαφυτεύω) (γενικά) αποσπώ ένα φυτό από τη θέση του και το φυτεύω σε άλλη θέση νεοελλ. 1. (ειδικά) φυτεύω φυτάριο από το φυτώριο στον αγρό 2. μτφ. μεταφέρω και μεταδίδω ιδέες, έθιμα ή μεθόδους από έναν τόπο… … Dictionary of Greek
μεταφυτεύω — μεταφύτευσα, μεταφυτεύτηκα, μεταφυτευμένος 1. ξεριζώνω φυτό και το φυτεύω σε άλλη θέση: Μεταφυτεύσαμε τα λουλούδια από τις γλάστρες στον κήπο. 2. μτφ., μεταφέρω και διαδίδω ιδέες, έθιμα κτλ. σε άλλο μέρος ή σε άλλον άνθρωπο: Οι φιλόσοφοι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταφυτεύῃ — μεταφυτεύω transplant pres subj mp 2nd sg μεταφυτεύω transplant pres ind mp 2nd sg μεταφυτεύω transplant pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφυτευθέντα — μεταφυτεύω transplant aor part pass neut nom/voc/acc pl μεταφυτεύω transplant aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφυτευομένων — μεταφυτεύω transplant pres part mp fem gen pl μεταφυτεύω transplant pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφυτευόμενον — μεταφυτεύω transplant pres part mp masc acc sg μεταφυτεύω transplant pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφυτεύει — μεταφυτεύω transplant pres ind mp 2nd sg μεταφυτεύω transplant pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφυτεύομεν — μεταφυτεύω transplant pres ind act 1st pl μεταφυτεύω transplant imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφυτεύουσι — μεταφυτεύω transplant pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μεταφυτεύω transplant pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφυτεύουσιν — μεταφυτεύω transplant pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μεταφυτεύω transplant pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)