-
1 μεταπέμπομαι
μετα|πέμπομαι (τινά) посылать за кем, вызывать к себе -
2 επιμεταπεμπομαι
-
3 προσμεταπεμπομαι
сверх того посылать (за чем-л), вызывать(ἵππους ἀπὸ τῶν ξυμμάχων Thuc.)
παρὰ Φιλίππου δύναμιν προσμεταπεμψάμενος Aeschin. — получив от Филиппа просимое войско
См. также в других словарях:
μεταπέμπομαι — μεταπέμπω send after pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταπέμπω — (Α μεταπέμπω) (συν. το παθ.) μεταπέμπομαι προσκαλώ κάποιον να έλθει μέσω απεσταλμένου μου, στέλνω και προσκαλώ κάποιον («ὁ Κροῑσος μεταπέμπεται τόν... Ἄδρηστον», Ηρόδ.) αρχ. παθ. (σχετικά με πράγματα) παραγγέλλω να μού φέρουν κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
προσμεταπέμπομαι — Α 1. ζητώ κάτι από κάποιον με απεσταλμένους 2. στέλνω και προσκαλώ κάποιον ακόμη 3. (σχετικά με επίδικες υποθέσεις) επιδίδω υπόμνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + μεταπέμπομαι «παραγγέλλω να μού φέρουν κάτι, στέλνω και προσκαλώ κάποιον»] … Dictionary of Greek