-
1 μεταλλαγή
[мэталлаги] ουσ. θ. перемена, изменение,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μεταλλαγή
-
2 мутация
биол. η μεταλλαγή, η μετάλλαξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мутация
-
3 изменение
изменениес (действие и результат) ἡ μεταβολή, ἡ ἀλλαγή, ἡ μεταλλαγή / ἡ μετατροπή, ἡ τροποποίηση [-ις] (видоизменение):·\изменение к лу́чшему (к ху́дшему) ἡ ἀλλαγή στό καλύτερο (στό χειρότερο)-впредь до \изменениеения μέχρι ἀλλαγής· вносить \изменениеения κάνω τροποποιήσεις. -
4 мутация
мутацияж биол. ἡ μεταλλαγή. -
5 перестановка
перестановкаж1. ἡ μετάθεση [-ις]/ ἡ μετατόπιση [-ις] (перемещение)·2. мат ἡ μεταλλαγή, ἡ μετατροπή, ἡ ἀναστροφή. -
6 поворот
поворотм1. (действие) ὁ γῦρος, ἡ στροφή, ἡ περιστροφή·2. (место поворота) ἡ στροφή, ἡ καμπή:на \повороте дороги στή στροφή τοῦ δρόμου·3. перен ἡ τροπή, ἡ ἀλλαγή, ἡ μεταλλαγή, ἡ μεταβολή:\поворот к лу́чшему (к ху́дшему) ἀλλαγή προς τό καλύτερο (προς τό χειρότερο)· дело приняло неожиданный \поворот ἡ ὑπόθεση πήρε ἀπροσδόκητη τροπή. -
7 альтернатива
-ы θ.μεταλλαγή, μεταβολή, μετάπτωση. -
8 видоизменение
-я ουδ.αλλαγή του είδους, της μορφής, του σχήματος, μεταλλαγή, μετα-ταμόρφωση, μετασχηματισμός• μεταποίηση. -
9 изменение
-я ουδ.αλλαγή μετατροπή,τροποποίηση, μεταλλαγή μεταβολή•изменение голоса αλλαγή της φωνής•
-я в составе правительства1 αλλαγές στη σύνθεση της κυβέρνησης•
изменение к лучшему, к худшему αλλαγή προς το καλύτερο, προς το χειρότερο•
внести -я επιφέρω τροποποιήσεις.
-
10 мутация
-и θ.αλλαγή, μεταλλαγή μεταβολή• μετατροπή. -
11 обратимость
-и θ.μετατροπή, μεταβολή, μεταλλαγή, μεταποίηση. -
12 пассаж
-а α.1. στοά οδού, πάροδος, γαλαρία.2. αιφνίδια μετάπτωση, μεταλλαγή.3. παλ. χωρίο (μέρος) κειμένου, ομιλίας κ.τ.τ.(μουσ.) χωρίο, μέρος.4. μετάβαση, πέρασμα. -
13 переворачивание
-я ουδ.γύρισμα, αναστροφή. || ανατροπή, αναποδογύρ ιαμα. || ξεφύλλισμα. || μεταλλαγή, διαφοροποίηση. || αναστάτωση ψυχική. -
14 переиначивание
-я ουδ.μεταλλαγή, μεταβολή, μετατροπή διαφοροποίηση. -
15 переключение
-я ουδ.μεταλλαγή, μεταβολή, μεταστροφή. -
16 перерождение
-я ουδ.1. αναγέννηση, αναδημιουργία, αλλαγή, μεταμόρφωση, μεταλλαγή.2. (κυρλξ. κ. μτφ.)• εκφυλισμός• αλλοίωση•, перерождение пшеницы εκφυλισμός της ποικιλλίας σιταριού•перерождение тканей αλλοίωση των ιστών (του σώματος)•
перерождение партии εκφυλισμός του κόμματος•
идейное перерождение ιδεολογικός εκφυλισμός.
-
17 поворот
-а α.1. στροφή• στρίψιμο, γύρισμα•поворот винта στρίψιμο της βίδας.
2. καμπή: поворот улицы, реки καμπή της οδού, του ποταμού.3. μτφ. αλλαγή, μεταβολή, μεταλλαγή, μετατροπή•коренной поворот ριζική αλλαγή-- в на-строниях αλλαγή στις διαθέσεις•
поворот к лучшему στροφή (τροπή) προς το καλύτερο•
обратный поворот μεταστροφή.
εκφρ.от ворот поворот получить – παίρνω αρνητική απάντηση ή την απο-ξηλωμένη. -
18 превращение
-я ουδ.μετατροπή, μεταβολή, μεταλλαγή μεταποίηση, μετασχηματισμός• μεταμόρφωση. -
19 преобразование
-я ουδ.μεταμόρφωση μετασχηματισμός μεταποίηση τροποποίηση. || μετατροπή, μεταβολή μεταλλαγή. -
20 трансформация
-и θ.1. μετασχηματισμός, μετατροπή. || μεταμόρφωση• μεταλλαγή.2. (φυσ.) μετασχηματισμός.3. γρήγορη μεταμόρφωση ηθοποιού σε άλλους ρόλους.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μεταλλαγή — change fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλαγή — η (ΑM μεταλλαγή, Α δωρ. τ. μεταλλαγά) [μεταλλάσσω] αλλαγή, μεταβολή, μεταστροφή, μετατροπή («κοινωνίαις τε καὶ μεταλλαγαῑς εἰς ἄλληλα», Πλάτ.) νεοελλ. 1. βιολ. μετάλλαξη 2. φρ. «μεταλλαγή συχνότητας» (ραδιοηλ.) σύνολο διεργασιών που συμβαίνουν… … Dictionary of Greek
μεταλλαγή — η η μεταβολή, η αλλαγή όψης, μορφής κτλ.: Η μεταλλαγή του πολιτικού συστήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταλλαγῇ — μεταλλάσσω change aor subj pass 3rd sg μεταλλάσσω change aor subj pass 3rd sg μεταλλαγή change fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλαγή ή μετάλλαξη — Απότομη κληρονομήσιμη αλλαγή του γενετικού υλικού, η οποία μπορεί να συνοδεύεται από αλλαγές στον φαινότυπο ενός οργανισμού. Η μ. μπορεί να είναι τριών τύπων: γονιδιωματική ή μ. πλοειδίας, χρωμοσωμική και γονιδιακή ή σημειακή. Η πρώτη συνίσταται… … Dictionary of Greek
μεταλλαγαῖς — μεταλλαγή change fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλαγαί — μεταλλαγή change fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλαγᾷ — μεταλλαγή change fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλαγῆς — μεταλλαγή change fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλαγήν — μεταλλαγή change fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάλλαξη — η (ΑM μετάλλαξις) [μεταλλάσσω] μεταλλαγή, μεταβολή νεοελλ. 1. βιολ. η διαδικασία με την οποία η κληρονομική σύσταση ενός κυττάρου τροποποιείται και τελικά οδηγεί σε έναν γενετικά αλλαγμένο οργανισμό ή πληθυσμό κυττάρων, αλλ. μεταλλαγή 2.… … Dictionary of Greek