-
1 μετακόμιση
[мэтакомиси] ουσ. Θ. перемещение, переселение,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μετακόμιση
-
2 переезд
переезд м 1) (место ) το πέρασμα 2) (действие) η μετακίνηση· η μεταφορά, η μετακόμιση (на другую квартиру)* * *м1) ( место) το πέρασμα2) ( действие) η μετακίνηση; η μεταφορά, η μετακόμιση ( на другую квартиру) -
3 вывоз
1. (отправка, доставка) η μεταφοράη μετακόμιση2. эк. η εξαγωγ/ήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вывоз
-
4 переезд
1. (переселение) η μετακόμιση 2. (место, где можно переезжать) η διάβασηжелезнодорожный - σιδηροδρομική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переезд
-
5 переселение
η μετοικεσία, η μετακόμιση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переселение
-
6 вывоз
вывозм1. ἡ μεταφορά, ἡ μετακόμιση[-ις]·2. эк. ἡ ἐξαγωγή. -
7 переезд
переездм1. ἡ διάβαση [-ις], ἡ μετάβαση ἀπό ἐνα(ν) τόπο σέ ἄλλον/ ὁ διάπλους (по воде)·2. (переселение) ἡ ἀνα-χώρηση [-ις], ἡ μετοίκηση [-ις], ἡ μετοικεσία, ἡ μετάθεση / ἡ μετακόμιση [-ις] (на другую квартиру)·3. ж.-д. σημείο διασταυρώσεως δρόμου μέ σιδηροδρομική γραμμή. -
8 перемещение
перемещ||ениес1. ἡ μετάθεση [-ιςΙ, ἡ μετατόπιση, ὁ μετατσπισμός / ἡ μεταφορά, ἡ μετακόμιση (перенесение)·2. (по службе) ἡ μετάθεση [-ις]. -
9 перенесение
перенесениес1. ἡ μεταφορά, ἡ μετα-βίβαση [-ις], ἡ μετακόμιση [-ις], ἡ μετακο-μιδή·2. (срока) ἡ ἀναβολή. -
10 переселение
переселен||иес1. (на другое место) ἡ μετανάστευση[-ις], ἡ μετοίκηση [-ις]·2. (на другую квартиру) ἡ μετακόμιση [-ις], ἡ μετοίκηση[-ΐζ]. ἡ μετοικεσία. -
11 транспорт
транспорт Iм1. (перевозка) ἡ μεταφορά, ἡ μετακόμιση [-ις]:\транспорт хлеба ἡ μεταφορά σίτου·2. (средства перевозки) τά μέσα μεταφορδς, ἡ συγκοινωνία:водный \транспорт ἡ θαλάσσια συγκοινωνία· воздушный \транспорт ἡ ἀεροπορική συγκοινωνία· городской \транспорт ἡ ἀστική συγκοινωνία, τά ἀστικά μεταφορικά μέσα· подземный \транспорт ὁ ὑπόγειος ἡλεκτρικός σιδηρόδρομος· железнодорожный \транспорт ὁ σιδηρόδρομος·3. (партия грузов) τό φορτίο·4. воен. ἡ ἐφοδιοπο-μπή, τά μεταγωγικά:санитарный \транспорт τά ὑγειονομικά μεταγωγικά·5. мор. (судно) τό φορτηγό πλοίο.транспорт IIм бухг. ἡ μεταφορά (ποσοῦ ἡ ἀθροίσματος). -
12 вынос
-а α.1. εξαγωγή, μεταφορά, μετακόμιση, κουβάλημα.2. εκβολή, προβολή.3. εκφορά•вынос тела из квартиры η εκφορά του νεκρού από την κατοικία.
4. τρόπος ζεύξης των αλόγων στο αμάξι.5. πρόσχωμα. -
13 завоз
-а α.μεταφορά, μετακόμιση•завоз материалов, товаров μεταφορά υλικών, εμπορευμάτων.
-
14 завозка
-и θ.μεταφορά, μετακόμιση. -
15 натаскивание
-я ουδ.1. κουβάλημα,; μεταφορά, μετακόμιση.2. εξαγωγή, βγάλσιμο.3. κλεψιμο, βούτηγμα, πάρσιμο.4. τιμωρία, τράβηγμα αυτιών ή μαλλιών.-я ουδ.1. βλ. натаска.2. διδασκαλ,ία στοιχειωδών γνώσεων, κουτσό μάθηση, -
16 носка
-и θ.1. μεταφορά, μετακόμιση, κουβάλημα.2. (για πτηνά) ωοτοκία.3. ντύσιμο,φόρεμα. -
17 ношение
-я ουδ.μεταφορά, μετακόμιση, κουβάλημα. || γρήγορη μεταφορά. || φορά (ανέμου κ.τ.τ.).το να φέρει (έχει) μαζί του•право на ношение оружия το δικαίωμα οπλοφορίας.
-
18 отвоз
-а α.μεταφορά, μετακόμιση με μεταφορικό μέσο. -
19 перевоз
-а α.1. μεταφορά, μετακόμιση, μετακομιδή (με μεταφ. μέσο)•перевоз вещей μεταφορά πραγμάτων•
перевоз леса μεταφορά ξυλείας•
перевоз через реку η μεταφορά (διαπεραίωση) από το ποτάμι.
2. πέραμα, πέρασμα, περασιά. -
20 перевозка
-и θ.μεταφορά, μετακόμιση (με μεταφ. μέσο).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μετακόμιση — η 1. μεταφορά από ένα μέρος σε άλλο: Το ύφασμα του καναπέ σκίστηκε κατά τη μετακόμισή του στο νέο διαμέρισμα. 2. αλλαγή κατοικίας ή τόπου κατοικίας: Η μετακόμιση θα γίνει στην αρχή του καλοκαιριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετακόμιση — η (ΑM μετακόμισις) [μετακομίζω] μεταφορά πραγμάτων νεοελλ. αλλαγή κατοικίας, μετοίκηση … Dictionary of Greek
μετακομίσῃ — μετακομίσηι , μετακόμισις transporting fem dat sg (epic) μετακομίζω transport aor subj mid 2nd sg μετακομίζω transport aor subj act 3rd sg μετακομίζω transport fut ind mid 2nd sg μετακομίζω transport aor subj mid 2nd sg μετακομίζω transport aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακομίσηι — μετακόμισις transporting fem dat sg (epic) μετακομίσῃ , μετακομίζω transport aor subj mid 2nd sg μετακομίσῃ , μετακομίζω transport aor subj act 3rd sg μετακομίσῃ , μετακομίζω transport fut ind mid 2nd sg μετακομίσῃ , μετακομίζω transport aor subj … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακομιστικός — ή, ό (Α μετακομιστικός, ή, όν [μετακομίζω] αυτός που κάνει μετακόμιση, μεταφορά φορτίου νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μετακομιστικά η δαπάνη που απαιτείται για τη μετακόμιση … Dictionary of Greek
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
αποσκευή — η (ΑΜ ἀποσκευή) συνήθ. στον πληθ. βαλίτσες, δέματα κ.λπ. που περιέχουν τα αναγκαία για ταξίδι αρχ. 1. μετακόμιση, μεταφορά 2. οικιακά σκεύη 3. ακαθαρσία, αποπάτημα … Dictionary of Greek
διακομιδή — η (Α διακομιδή) [διακομίζω] μεταφορά, διακόμιση, μετακόμιση νεοελλ. φρ. «διακομιδή τραυματιών» η μεταφορά τραυματιών από την πρώτη γραμμή στα μετόπισθεν … Dictionary of Greek
διοίκισις — διοίκισις, η (Α) [διοικίζω] μετοίκηση, μετακόμιση … Dictionary of Greek
θεωρίς — θεωρίς, ίδος, ἡ (Α) [θεωρός] 1. το πλοίο που ανήκε στην ιερά πομπή και χρησιμοποιούνταν για την αποστολή τών θεωρών ή για μετακόμιση και παραλαβή προσώπων και χρημάτων που ανήκαν στην υπηρεσία τής πόλεως 2. το πορθμείο τού Χάρωνος 3. στον πληθ.… … Dictionary of Greek
κουβάλημα — το (Μ κουβάλισμα) 1. μεταφορά αντικειμένων ή προσώπων από ένα μέρος σε άλλο, μετακόμιση 2. συνεκδ. μετοίκηση, μετοικεσία, αλλαγή τόπου διαμονής 3. απρόσκλητη και αιφνίδια άφιξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουβαλώ. Ο τ. κουβάλισμα < κουβαλώ με επίδραση… … Dictionary of Greek