-
1 μετακομίζω
[мэтакомизо] р. перемещать, переселять,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μετακομίζω
-
2 переселиться
μετακομίζω, αλλάζω σπίτι -
3 переселить
-
4 переехать
1. (через что-л.) διαβαίνω, περνώ 2. (переселиться) μετακομίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переехать
-
5 переселить
μετοικώ, μεταφέρω, μετακομίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > переселить
-
6 транспортирование
η μεταφορά-ть μεταφέρω, μετακομίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > транспортирование
-
7 переезжать
переезжать, переехать μετακινούμαι* μεταφέρομαι, με· τακομίζω (на другую квартиру)* * *= переехатьμετακινούμαι; μεταφέρομαι, μετακομίζω ( на другую квартиру) -
8 выезжать
выезжатьнесов ἀναχωρώ, φεύγω/ μετακομίζω (из квартиры):\выезжать за город ἀναχωρώ (или φεύγω) στήν ἐξοχή· \выезжать за границу φεύγω στό ἐξωτερικό. -
9 выселить
выселитьсов, выселять несов ξεσπι-τώνω, κάνω ἔξωση (из квартиры)/ ἀπε-λαύνω, ἐκτοπίζω (из местности)/ μετακομίζω, μετοικίζω (переселять). -
10 перебираться
перебиратьсянесов1. (переправляться) διαβαίνω, περνώ:\перебираться на другой берег реки διαβαίνω τό ποτάμί2. (переселяться) μετακομίζω (άμετ.) μετακομίζομαι, μεταφέρομαι:\перебираться на новую квартиру μετακομίζομαι σέ καινούργιο σπίτι, ἀλλάζω σπίτι. -
11 перевозить
перевозитьнеров. μεταφέρω, μετακομίζω (грузы и т. п.) / περαιώνω, διαπεραιώνω, διαπορθμεύω (через реку и т. п.). -
12 переезжать
переезжатьнесов1. (через что-л.) διαβαίνω, διέρχομαι, περνώ·2. (переселяться) μετακομίζω, μετοικώ/ μεταναστεύω (в другую страну):\переезжать из Москвы в Одессу μετοικώ ἀπό τήν Μόσχα στήν 'Οδησσό. -
13 перекочевать
перекочеватьсов, перекочевывать несов1. μετατοπίζομαι, μεταναστεύω·2. перен разг μετακομίζω, μετοικώ, ἀλλάζω κατοικία -
14 переносить
переноситьнесов1. μεταφέρω, μετακομίζω:\переносить слово на другую строку́ μεταφέρω τήν λέξη σέ ἄλλη σειρά·2. (на другой срок) ἀναβάλλω, μεταφέρω·3. (выносить, переживать) περνώ, ὑπο-<ρέρ(ν)ω, δοκιμάζω. -
15 переселиться
переселить||ся1. (на другое место) μεταναστεύω, μετοικώ, ἀποδημῶ·2. (на другую квартиру) μετακομίζω, ἀλλάζω κατοικία. -
16 стаскивать
стаскиватьнесов (относить) κουβαλώ, φέρω, μετακομίζω. -
17 съезжать
съезжатьнесов1. (сверху) κατεβαίνω, κατέρχομαι·2. (с квартиры) μετακομίζω, μετοικώ. -
18 транспортировать
транспортироватьсов и несов1. (перевозить) μεταφέρω, μετακομίζω:\транспортировать гру́зы μεταφέρω φορτία·2. бухг. μεταφέρω πο-σό[ν]. -
19 съезжать
[σ'γιεζζάτ*] ρ. κατεβαίνω, μετακομίζω -
20 съезжать
[σ'γιεζζάτ'] ρ κατεβαίνω, μετακομίζω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μετακομίζω — μετακομίζω, μετακόμισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μετακομίζω — (ΑM μετακομίζω) [κομίζω] μεταφέρω κάτι από ένα μέρος σε άλλο, διακομίζω (α. «πρέπει να μετακομίσω τη βιβλιοθήκη σε άλλο δωμάτιο» β. «ἁρπάσασαι γὰρ τὸ ἄγαλμα αἱ τῆς ἑστίας ἱέρειαι παρθένοι διὰ μέσης τῆς ἱερᾱς ὁδοῡ εἰς τὴν τοῡ βασιλέως αὐλὴν… … Dictionary of Greek
μετακομίζω — μετακόμισα, μετακομίστηκα, μετακομισμένος 1. μτβ., μεταφέρω κάτι από ένα μέρος σε άλλο: Μετακόμισε την πολυθρόνα στο σαλόνι. 2. αμτβ., αλλάζω κατοικία ή τόπο κατοικίας: Μετακόμισα στην επαρχία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετακομίζῃ — μετακομίζω transport pres subj mp 2nd sg μετακομίζω transport pres ind mp 2nd sg μετακομίζω transport pres subj act 3rd sg μετακομίζω transport pres subj mp 2nd sg μετακομίζω transport pres ind mp 2nd sg μετακομίζω transport pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακομίσουσι — μετακομίζω transport aor subj act 3rd pl (epic) μετακομίζω transport fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μετακομίζω transport fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) μετακομίζω transport aor subj act 3rd pl (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακομίσουσιν — μετακομίζω transport aor subj act 3rd pl (epic) μετακομίζω transport fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μετακομίζω transport fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) μετακομίζω transport aor subj act 3rd pl (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακομιεῖ — μετακομίζω transport fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) μετακομίζω transport fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) μετακομίζω transport fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) μετακομίζω transport fut ind act 3rd sg (attic epic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακομιζομένων — μετακομίζω transport pres part mp fem gen pl μετακομίζω transport pres part mp masc/neut gen pl μετακομίζω transport pres part mp fem gen pl μετακομίζω transport pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακομιζόντων — μετακομίζω transport pres part act masc/neut gen pl μετακομίζω transport pres imperat act 3rd pl μετακομίζω transport pres part act masc/neut gen pl μετακομίζω transport pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακομιοῦντα — μετακομίζω transport fut part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μετακομίζω transport fut part act masc acc sg (attic epic doric) μετακομίζω transport fut part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μετακομίζω transport fut part act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακομιοῦσιν — μετακομίζω transport fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) μετακομίζω transport fut ind act 3rd pl (attic epic doric) μετακομίζω transport fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) μετακομίζω transport fut ind act 3rd pl (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)