-
1 μεταγράφω
[мэтаграфо] р. переписывать, переводить по работе, по учебе,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μεταγράφω
-
2 переписать
-пишу, -пишешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переписанный, βρ: -сан, -а, -оρ.σ.μ.1. ξαναγράφω• αντιγράφω• μεταγράφω. || ξαναζω-γραφίζω.2. εγγράφω, καταγράφω καταχωρώ•всех присуствующих εγγράφω όλους τους παρόντες•
переписать скот в колхозе καταγράφω τα ζώα του κολχόζ.
3. παλ. μεταγράφω, κάνω μεταγραφή (αλλαγή κυριότητας).4. μεταγράφω, μεταφέρω, ρίχνω•переписать моряков в пехоту ρίχνω τους ναύτες στο πεζικό.
μεταγράφομαι, μεταφέρομαι αλλού•переписать в другой полк μεταγράφομαι σε άλλο σύνταγμα.
-
3 перезаписывать
1. (с одного устройства на другое) μεταγράφω, μεταφέρω 2. (исправлять, восстанавливать и т.п.) αναπαράγω, αναπλάσσω 3. (исправлением, редакцией и т.п.) ξαναγράφω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перезаписывать
-
4 переписать
1. (списать, написать что-л. ещё раз) αντιγράφω, μεταγράφω 2. (написать заново, иначе) ξαναγράφω 3. (произвести опись) απογράφω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переписать
-
5 транскрибировать
лингв. μεταγράφω (τις λέξεις με τα σύμβολα του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > транскрибировать
-
6 транскрибировать
транскрибироватьсов и несов μεταγράφω. -
7 транскрибировать
См. также в других словарях:
μεταγράφω — copy pres subj act 1st sg μεταγράφω copy pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγράφω — μεταγράφω, μετέγραψα βλ. πίν. 13 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μεταγράφω — και ματαγράφω (ΑM μεταγράφω) 1. γράφω εκ νέου, τροποποιώ ή διορθώνω ό,τι έγραψα, ξαναγράφω («ἅ δ οὐ καλῶς ἔγνων τότ , αὖθις μεταγράφω καλῶς πάλιν ἐς τήνδε δέλτον», Ευρ.) 2. αντιγράφω 3. μεταφράζω, ερμηνεύω («ἠξίωσεν οὗτος καὶ τὰ ὀνόματα...… … Dictionary of Greek
μεταγράφω — μτβ. 1. αντιγράφω, ξαναγράφω κάτι κάνοντας διορθώσεις. 2. (νομ.), κάνω μεταγραφή στο υποθηκοφυλακείο: Μετέγραψε το σπίτι του στο υποθηκοφυλακείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταγεγραμμένα — μεταγράφω copy perf part mp neut nom/voc/acc pl μεταγεγραμμένᾱ , μεταγράφω copy perf part mp fem nom/voc/acc dual μεταγεγραμμένᾱ , μεταγράφω copy perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγράψει — μεταγράφω copy aor subj act 3rd sg (epic) μεταγράφω copy fut ind mid 2nd sg μεταγράφω copy fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγράψῃ — μεταγράφω copy aor subj mid 2nd sg μεταγράφω copy aor subj act 3rd sg μεταγράφω copy fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγεγραμμένον — μεταγράφω copy perf part mp masc acc sg μεταγράφω copy perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγραφομένων — μεταγράφω copy pres part mp fem gen pl μεταγράφω copy pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγραφέντα — μεταγράφω copy aor part pass neut nom/voc/acc pl μεταγράφω copy aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγραφέντων — μεταγράφω copy aor part pass masc/neut gen pl μεταγράφω copy aor imperat pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)