-
1 μεταγραφω
1) вносить изменения в текст, переделывать (sc. τὰς ἐπιστολάς Thuc.)2) подделывать Dem.3) переписывать Luc., Diod.4) тж. med. переводить (с другого языка)(τὰς ἐπιστολὰς ἐκ τῶν Ἀσσυρίων γραμμάτων Thuc. - ср. 1; ἐς τὸ Ἑλληνικόν Luc.)
-
2 μεταγράφω
μετ.1) юр. регистрировать в специальной книге акт о продаже недвижимого имущества; 2) лингв., муз. транскрибировать -
3 μεταγράφω
[мэтаграфо] ρ переписывать, переводить по работе, по учебе. -
4 μεταγραπτεον
adj. verb. к μεταγράφω См. μεταγραφω
См. также в других словарях:
μεταγράφω — copy pres subj act 1st sg μεταγράφω copy pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγράφω — μεταγράφω, μετέγραψα βλ. πίν. 13 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μεταγράφω — και ματαγράφω (ΑM μεταγράφω) 1. γράφω εκ νέου, τροποποιώ ή διορθώνω ό,τι έγραψα, ξαναγράφω («ἅ δ οὐ καλῶς ἔγνων τότ , αὖθις μεταγράφω καλῶς πάλιν ἐς τήνδε δέλτον», Ευρ.) 2. αντιγράφω 3. μεταφράζω, ερμηνεύω («ἠξίωσεν οὗτος καὶ τὰ ὀνόματα...… … Dictionary of Greek
μεταγράφω — μτβ. 1. αντιγράφω, ξαναγράφω κάτι κάνοντας διορθώσεις. 2. (νομ.), κάνω μεταγραφή στο υποθηκοφυλακείο: Μετέγραψε το σπίτι του στο υποθηκοφυλακείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταγεγραμμένα — μεταγράφω copy perf part mp neut nom/voc/acc pl μεταγεγραμμένᾱ , μεταγράφω copy perf part mp fem nom/voc/acc dual μεταγεγραμμένᾱ , μεταγράφω copy perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγράψει — μεταγράφω copy aor subj act 3rd sg (epic) μεταγράφω copy fut ind mid 2nd sg μεταγράφω copy fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγράψῃ — μεταγράφω copy aor subj mid 2nd sg μεταγράφω copy aor subj act 3rd sg μεταγράφω copy fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγεγραμμένον — μεταγράφω copy perf part mp masc acc sg μεταγράφω copy perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγραφομένων — μεταγράφω copy pres part mp fem gen pl μεταγράφω copy pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγραφέντα — μεταγράφω copy aor part pass neut nom/voc/acc pl μεταγράφω copy aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγραφέντων — μεταγράφω copy aor part pass masc/neut gen pl μεταγράφω copy aor imperat pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)