-
1 μεταβατικός
[мэтавагикос] εκ. переходный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μεταβατικός
-
2 переходный
переходный μεταβατικός· \переходный период η μεταβατική περίοδος· \переходныйые глаголы τα μεταβατικά ρήματα* * *перехо́дный пери́од — η μεταβατική περίοδος
перехо́дные глаго́лы — τα μεταβατικά ρήματα
-
3 переходный
1. (служащий для перехода) της διάβασης 2. (такой, который требуется для перехода в следующий класс, на следующий курс и т.п) προαγωγικός, προβιβαστικός 3. (промежуточный, являющийся переходом от одного состояния к другому) μεταβατικ/ός 4. грам. μεταβατικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переходный
-
4 переходный
перехо́дн||ыйприл μεταβατικός:\переходный период ἡ μεταβατική περίοδος· \переходныйые глаголы грам. τά μεταβατικά ρήματα. -
5 переходный
κ.переходнойεπ.1. διαβατικός, για διάβαση. || προβιβαστικός•-ые экзамены προβιβαστικές εξετάσεις.
2. μεταβατικός•переходный возраст μεταβατική ηλικία•
-ая эпоха μεταβατική εποχή•
переходный глагол μεταβατικό ρήμα.
См. также в других словарях:
μεταβατικός — able to pass from one place to another masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβατικός — ή, ό (Α μεταβατικός, ή, όν) [μεταβαίνω] 1. αυτός που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να μετακινείται από έναν τόπο σε άλλο, να αλλάζει τόπο διαμονής, περιοδεύων, αποδημητικός (α. «μεταβατικό απόσπασμα» β. «τὸ μεταβατικὸν ἀφ ἑτέρου εἰς ἕτερον»,… … Dictionary of Greek
μεταβατικός — ή, ό 1. αυτός που αλλάζει τόπο διαμονής, ο μη μόνιμος: Μεταβατικά πτηνά. 2. μτφ., πρόσκαιρος, προσωρινός, ασταθής: Περνάμε μια μεταβατική περίοδο. 3. (γραμμ.), «μεταβατικά ρήματα», τα ρήματα η ενέργεια των οποίων μεταβαίνει σε άλλο πρόσωπο, ζώο ή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταβατικά — μεταβατικός able to pass from one place to another neut nom/voc/acc pl μεταβατικά̱ , μεταβατικός able to pass from one place to another fem nom/voc/acc dual μεταβατικά̱ , μεταβατικός able to pass from one place to another fem nom/voc sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβατικῶν — μεταβατικός able to pass from one place to another fem gen pl μεταβατικός able to pass from one place to another masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβατικόν — μεταβατικός able to pass from one place to another masc acc sg μεταβατικός able to pass from one place to another neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβατικαῖς — μεταβατικός able to pass from one place to another fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβατικαί — μεταβατικός able to pass from one place to another fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβατικοῖς — μεταβατικός able to pass from one place to another masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβατικοῦ — μεταβατικός able to pass from one place to another masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβατικῆς — μεταβατικός able to pass from one place to another fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)