-
1 hayıflanma
μετάνοια, μουρμούρα -
2 nedamet
μετάνοια, ανάνηψη -
3 secde
μετάνοια, προσκύνηση -
4 tövbe
μετάνοια, συντριβή -
5 раскаяние
-
6 покаяние
покаян||иес1. τό μετάνοιωμα, ἡ μετάνοια, ἡ μεταμέλεια·2. церк. ἡ μετάνοια· ◊ отпустить ду́шу на \покаяние разг ἀφήνω κάποιον ήσυχον. -
7 раскаяние
раскаяниес τό μετάνοιωμα, ἡ μετάνοια, ἡ μεταμέλεια. -
8 repentance
noun μετάνοια, μεταμέλεια -
9 земно
επίρ.στην έκφρ: земно кланяться παλ. κάνω μετάνοια (υπόκλιση) εδαφιαία. -
10 оглядка
-
11 покаяние
-я ουδ.μετάνοια, μεταμέλεια. || εξομολόγηση στον πνευματικό. -
12 раскаяние
-я ουδ.μετανόηση, μετάνοια, μεταμέλεια, μετάνιωμα. -
13 творить
творить 1-рю, -ришь ρ.δ.1. δημιουργώ κάνω, φτιάχνω•творить чудеса κάνω θαύματα•
творить добро κάνω καλό•
творить новую жизнь δημιουργώ καινούρια ζωή•
творить молитву κάνω προσευχή (προσεύχομαι)•
творить поклон κάνω μετάνοια (γονυπετώ, υποκλίνομαι).
1. γίνομαι, συμβαίνω, λαβαίνω χώρα•что тут -ится? τι συμβαίνει εδώ;
2. δημιουργούμαι•в этой стране -йтся новая жизнь σ αυτή τη χώρα δημιουργείται μια νέα ζωή.
творить 2ρ.δ.μ.ανακατώνω, φτιάχνω•творить тесто φτιάχνω ζυμάρι.
ανακατεύομαι, γίνομαι. -
14 чистосердечный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноειλικρινής, ακραιφνής, εγκάρδιος, γκαρδιακός, καρδιοστάλακτος, ανυστερόβουλος•-ое раскаяние ειλικρινής μετάνοια (μεταμέλεια)•
-ое признание ειλικρινής ομολογία.
-
15 Change
v. trans.P. and V. μετατιθέναι, μεταφέρειν, μεταβαλλειν, μεταστρέφειν, μεθιστάναι, ἀλλάσσειν, μεταλλάσσειν, ἀλλοιοῦν, ἀμείβειν (Plat. but rare P.), P. μεταποιεῖν, μετακινεῖν.Exchange: see Exchange.V. intrans. P. and V. ἀλλάσσεσθαι, μεταλλάσσεσθαι, ἀλλοιοῦσθαι, μεταστρέφεσθαι, μεθίστασθαι, τρέπεσθαι, μεταπίπτειν, P. περιίστασθαι, μεταβάλλειν.Since your fortunes have changed: V. ἐπειδὴ περι πετεῖς ἔχεις τύχας (Eur., And. 982).Change into, v. trans.: P. μεταλλάσσειν εἰς (acc.); v. intrans.: P. μεταβαίνειν εἰς (acc.), μεταβάλλειν (εἰς, acc., or ἐπί, acc.).Change one's abode: P. μετανίστασθαι, V. μετοικεῖν.Change one's clothes: V. ἐσθῆτα ἐξαλλάσσειν (Eur., Hel. 1297).Change colour: see Colour.Change one's mind: P. and V. μεταγιγνώσκειν, μεταβουλεύεσθαι (Eur., Or. 1526), P. μεταδοξάζειν (Plat.), μετανοεῖν.Change money, convert into smaller coins: Ar. διακερματίζεσθαι (acc.).Changing money openly at the banks: P. τὸ χρυσίον καταλλασσόμενος φανερῶς ἐπὶ ταῖς τραπέζαις (Dem. 376).Change ships: P. μετεκβαίνειν, μεταβαίνειν.Change sides ( politically): P. μεθίστασθαι.Change the form of: P. and V. μεταρρυθμίζειν (acc.) (Plat.), P. μετασχηματίζειν (acc.); see Transform.Change one's wish: V. μετεύχεσθαι (absol.).——————subs.P. and V. μεταβολή, ἡ, μεταλλαγή, ἡ (Plat., and Eur., frag.), μετάστασις, ἡ, P. ἀλλοίωσις, ἡ; see Exchange.Small change in money: Ar. κέρματα, τά.Change of abode: P. μετανάστασις, ἡ, μετοίκησις, ἡ.Change of mind, reconsideration: P. ἀναλογισμός, ὁ.Repentance: P. μετάνοια, ἡ, P. and V. μεταμέλεια, ἡ (Eur., frag.), V. μετάγνοια, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Change
-
16 Compunction
subs.P. φειδώ, ἡ (Thuc. 7, 81).Shame: P. and V. αἰδώς, ἡ.Remorse: P. and V. μεταμέλεια, ἡ (Eur., frag.), P. μετάνοια, ἡ, V. μετάγνοια, ἡ.Pity: P. and V. ἔλεος, ὁ. οἶκτος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Compunction
-
17 Contrition
subs.P. and V. μεταμέλεια, ἡ (Eur., frag.), P. μετάνοια, ἡ, V. μετάγνοια, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Contrition
-
18 Conversion
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Conversion
-
19 Front
v. trans.See Face.——————subs.Forehead: P. and V. μέτωπον, τό (Xen.).Brow: P. and V. ὀφρύς, ἡ.Fore-part: P. and V. τὸ πρόσθεν, P. τὸ ἔμπροσθεν.Front of an army: P. and V. μέτωπον, τό (Xen.), στόμα, τό (Xen.).When we ranged our armed forces against each other, extending our line in front: V. ἐπεὶ γὰρ ἀλλήλοισιν ὁπλίτην στρατὸν κατὰ στόμʼ ἐκτείνοντες ἀντετάξαμεν (Eur., Heracl. 800).Front of a house: V. προνώπια, τά.met., change of front, change of view: P. μετάνοια, ἡ.Change-front (met., change one's views), v.: P. μετανοεῖν.In front, adv.: P. ἔμπροσθεν, κατὰ πρόσωπον.Forward: P. πόρρω, V. πρόσω, πόρσω.Go in front to guide me: V. ἡγοῦ πάροιθε (Eur., Phoen. 834).In front of facing, adj.: P. and V. ἐναντίος (dat.), V. ἀντίος (dat.) (Plat. also but rare P.).In presence of: P. and V. ἐναντίον (gen.), V. ἀντίον (gen.).Hold in front of one: P. προΐσχεσθαι, P. and V. προτείνειν.——————adj.Fore: P. and V. πρόσθιος (Eur., Rhes.), P. ἐμπρόσθιος.Every man is jostling for a front seat: Ar. εἰς τὴν προεδρίαν πᾶς ἀνὴρ ὠστίζεται (Ach. 42).Placed first: P. and V. πρῶτος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Front
-
20 Penitence
subs.P. and V. μεταμέλεια, ἡ (Eur., frag.), P. μετάνοια, ἡ, μετάμελος, ὁ, V. μετάγνοια, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Penitence
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μετανοία — μετανοίᾱ , μετάνοια change of mind fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετανοίᾳ — μετανοίᾱͅ , μετάνοια change of mind fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάνοια — change of mind fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάνοια — Πράξη με τη βοήθεια της οποίας αποκαθίστανται στις διάφορες θρησκείες οι σχέσεις μεταξύ θεότητας και ανθρώπου, οι οποίες διαταράχτηκαν στα πλαίσια κάποιας αμαρτίας. Τόσο στην Ορθόδοξη όσο και στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η μ. αποτελεί ένα από τα… … Dictionary of Greek
μετάνοια — η 1. αλλαγή γνώμης ή απόφασης, μετάνιωμα, μεταμέλεια: Η μετάνοιά του τους έπεισε να τον εμπιστευτούν και πάλι. 2. ψυχική συντριβή ή ντροπή για αμάρτημα που διέπραξα: Δάκρυα μετάνοιας. 3. γονυκλισία, προσκύνηση: Αμάρτησε και τώρα κάνει μετάνοιες… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετανοίας — μετανοίᾱς , μετάνοια change of mind fem acc pl μετανοίᾱς , μετάνοια change of mind fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετανοίαι — μετανοίᾱͅ , μετάνοια change of mind fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετανοίαν — μετανοίᾱν , μετά , ἀνά οἰάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μετανοίᾱν , μετά , ἀνά οἰάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετανοιῶν — μετάνοια change of mind fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετανοίαις — μετάνοια change of mind fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετανοίης — μετάνοια change of mind fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)