Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

μετάνοια

  • 1 hayıflanma

    μετάνοια, μουρμούρα

    Türkçe-Yunanca Sözlük > hayıflanma

  • 2 nedamet

    μετάνοια, ανάνηψη

    Türkçe-Yunanca Sözlük > nedamet

  • 3 secde

    μετάνοια, προσκύνηση

    Türkçe-Yunanca Sözlük > secde

  • 4 tövbe

    μετάνοια, συντριβή

    Türkçe-Yunanca Sözlük > tövbe

  • 5 раскаяние

    раскаяние с η μετάνοια
    * * *
    с
    η μετάνοια

    Русско-греческий словарь > раскаяние

  • 6 покаяние

    покаян||ие
    с
    1. τό μετάνοιωμα, ἡ μετάνοια, ἡ μεταμέλεια·
    2. церк. ἡ μετάνοια· ◊ отпустить ду́шу на \покаяние разг ἀφήνω κάποιον ήσυχον.

    Русско-новогреческий словарь > покаяние

  • 7 раскаяние

    раскаяние
    с τό μετάνοιωμα, ἡ μετάνοια, ἡ μεταμέλεια.

    Русско-новогреческий словарь > раскаяние

  • 8 repentance

    noun μετάνοια, μεταμέλεια

    English-Greek dictionary > repentance

  • 9 земно

    επίρ.
    στην έκφρ: земно кланяться παλ. κάνω μετάνοια (υπόκλιση) εδαφιαία.

    Большой русско-греческий словарь > земно

  • 10 оглядка

    θ. παλ.
    1. επιφύλαξη, προσοχή• περίσκεψη•

    в этом деле оглядка нужна σ αυτή την υπόθεση χρειάζεται προσοχή.

    2. μεταμέλεια, μετάνοια, μετάνιωμα.
    εκφρ.
    без -и – α) χωρίς να κοιτάζω δεξιά-αρ ιστερά. β).χωρίς επιφύλαξη ή προσοχή, γ) απερίσκεπτα•
    с -ой – α) με επιφύλαξη, με προσοχή, β) με περίσκεψη.

    Большой русско-греческий словарь > оглядка

  • 11 покаяние

    ουδ.
    μετάνοια, μεταμέλεια. || εξομολόγηση στον πνευματικό.

    Большой русско-греческий словарь > покаяние

  • 12 раскаяние

    ουδ.
    μετανόηση, μετάνοια, μεταμέλεια, μετάνιωμα.

    Большой русско-греческий словарь > раскаяние

  • 13 творить

    -рю, -ришь ρ.δ.
    1. δημιουργώ κάνω, φτιάχνω•

    творить чудеса κάνω θαύματα•

    творить добро κάνω καλό•

    творить новую жизнь δημιουργώ καινούρια ζωή•

    творить молитву κάνω προσευχή (προσεύχομαι)•

    творить поклон κάνω μετάνοια (γονυπετώ, υποκλίνομαι).

    1. γίνομαι, συμβαίνω, λαβαίνω χώρα•

    что тут -ится? τι συμβαίνει εδώ;

    2. δημιουργούμαι•

    в этой стране -йтся новая жизнь σ αυτή τη χώρα δημιουργείται μια νέα ζωή.

    ρ.δ.μ.
    ανακατώνω, φτιάχνω•

    творить тесто φτιάχνω ζυμάρι.

    ανακατεύομαι, γίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > творить

  • 14 чистосердечный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно
    ειλικρινής, ακραιφνής, εγκάρδιος, γκαρδιακός, καρδιοστάλακτος, ανυστερόβουλος•

    -ое раскаяние ειλικρινής μετάνοια (μεταμέλεια)•

    -ое признание ειλικρινής ομολογία.

    Большой русско-греческий словарь > чистосердечный

  • 15 Change

    v. trans.
    P. and V. μετατιθέναι, μεταφέρειν, μεταβαλλειν, μεταστρέφειν, μεθιστναι, ἀλλάσσειν, μεταλλάσσειν, ἀλλοιοῦν, μείβειν (Plat. but rare P.), P. μεταποιεῖν, μετακινεῖν.
    Exchange: see Exchange.
    Change ( what is written): P. and V. μεταγρφειν.
    V. intrans. P. and V. ἀλλάσσεσθαι, μεταλλάσσεσθαι, ἀλλοιοῦσθαι, μεταστρέφεσθαι, μεθίστασθαι, τρέπεσθαι, μεταπίπτειν, P. περιίστασθαι, μεταβάλλειν.
    Since your fortunes have changed: V. ἐπειδὴ περι πετεῖς ἔχεις τύχας (Eur., And. 982).
    Change into, v. trans.: P. μεταλλάσσειν εἰς (acc.); v. intrans.: P. μεταβαίνειν εἰς (acc.), μεταβάλλειν (εἰς, acc., or ἐπί, acc.).
    Change one's abode: P. μετανίστασθαι, V. μετοικεῖν.
    Change one's clothes: V. ἐσθῆτα ἐξαλλάσσειν (Eur., Hel. 1297).
    Change colour: see Colour.
    Change one's mind: P. and V. μεταγιγνώσκειν, μεταβουλεύεσθαι (Eur., Or. 1526), P. μεταδοξάζειν (Plat.), μετανοεῖν.
    Change money, convert into smaller coins: Ar. διακερματίζεσθαι (acc.).
    Changing money openly at the banks: P. τὸ χρυσίον καταλλασσόμενος φανερῶς ἐπὶ ταῖς τραπέζαις (Dem. 376).
    Change ships: P. μετεκβαίνειν, μεταβαίνειν.
    Change sides ( politically): P. μεθίστασθαι.
    Change the form of: P. and V. μεταρρυθμίζειν (acc.) (Plat.), P. μετασχηματίζειν (acc.); see Transform.
    Change one's wish: V. μετεύχεσθαι (absol.).
    ——————
    subs.
    P. and V. μεταβολή, ἡ, μεταλλαγή, ἡ (Plat., and Eur., frag.), μετάστασις, ἡ, P. ἀλλοίωσις, ἡ; see Exchange.
    Small change in money: Ar. κέρματα, τά.
    Change of abode: P. μετανάστασις, ἡ, μετοίκησις, ἡ.
    Change of mind, reconsideration: P. ἀναλογισμός, ὁ.
    Repentance: P. μετάνοια, ἡ, P. and V. μεταμέλεια, ἡ (Eur., frag.), V. μετάγνοια, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Change

  • 16 Compunction

    subs.
    P. φειδώ, ἡ (Thuc. 7, 81).
    Shame: P. and V. αἰδώς, ἡ.
    Remorse: P. and V. μεταμέλεια, ἡ (Eur., frag.), P. μετάνοια, ἡ, V. μετάγνοια, ἡ.
    Pity: P. and V. ἔλεος, ὁ. οἶκτος, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Compunction

  • 17 Contrition

    subs.
    P. and V. μεταμέλεια, ἡ (Eur., frag.), P. μετάνοια, ἡ, V. μετάγνοια, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Contrition

  • 18 Conversion

    subs.
    See Change.
    Change of mind: P. μετάνοια, ἡ, V. μετάγνοια, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Conversion

  • 19 Front

    v. trans.
    See Face.
    ——————
    subs.
    Forehead: P. and V. μέτωπον, τό (Xen.).
    Brow: P. and V. ὀφρύς, ἡ.
    Fore-part: P. and V. τὸ πρόσθεν, P. τὸ ἔμπροσθεν.
    Front of an army: P. and V. μέτωπον, τό (Xen.), στόμα, τό (Xen.).
    When we ranged our armed forces against each other, extending our line in front: V. ἐπεὶ γὰρ ἀλλήλοισιν ὁπλίτην στρατὸν κατὰ στόμʼ ἐκτείνοντες ἀντετάξαμεν (Eur., Heracl. 800).
    Front of a house: V. προνώπια, τά.
    met., change of front, change of view: P. μετάνοια, ἡ.
    Change-front (met., change one's views), v.: P. μετανοεῖν.
    In front, adv.: P. ἔμπροσθεν, κατὰ πρόσωπον.
    Forward: P. πόρρω, V. πρόσω, πόρσω.
    Go in front to guide me: V. ἡγοῦ πάροιθε (Eur., Phoen. 834).
    In front of facing, adj.: P. and V. ἐναντίος (dat.), V. ἀντίος (dat.) (Plat. also but rare P.).
    Opposite, prep.: P. and V. κατ (acc.), P. ἀντιπέρας (gen.), κατάντικρυ (gen.).
    Before: P. and V. πρό (gen.), πρόσθεν (gen.); see Before.
    In presence of: P. and V. ἐναντίον (gen.), V. ἀντίον (gen.).
    Hold in front of one: P. προΐσχεσθαι, P. and V. προτείνειν.
    ——————
    adj.
    Fore: P. and V. πρόσθιος (Eur., Rhes.), P. ἐμπρόσθιος.
    Every man is jostling for a front seat: Ar. εἰς τὴν προεδρίαν πᾶς ἀνὴρ ὠστίζεται (Ach. 42).
    Placed first: P. and V. πρῶτος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Front

  • 20 Penitence

    subs.
    P. and V. μεταμέλεια, ἡ (Eur., frag.), P. μετάνοια, ἡ, μετάμελος, ὁ, V. μετάγνοια, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Penitence

См. также в других словарях:

  • μετανοία — μετανοίᾱ , μετάνοια change of mind fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετανοίᾳ — μετανοίᾱͅ , μετάνοια change of mind fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετάνοια — change of mind fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετάνοια — Πράξη με τη βοήθεια της οποίας αποκαθίστανται στις διάφορες θρησκείες οι σχέσεις μεταξύ θεότητας και ανθρώπου, οι οποίες διαταράχτηκαν στα πλαίσια κάποιας αμαρτίας. Τόσο στην Ορθόδοξη όσο και στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η μ. αποτελεί ένα από τα… …   Dictionary of Greek

  • μετάνοια — η 1. αλλαγή γνώμης ή απόφασης, μετάνιωμα, μεταμέλεια: Η μετάνοιά του τους έπεισε να τον εμπιστευτούν και πάλι. 2. ψυχική συντριβή ή ντροπή για αμάρτημα που διέπραξα: Δάκρυα μετάνοιας. 3. γονυκλισία, προσκύνηση: Αμάρτησε και τώρα κάνει μετάνοιες… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετανοίας — μετανοίᾱς , μετάνοια change of mind fem acc pl μετανοίᾱς , μετάνοια change of mind fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετανοίαι — μετανοίᾱͅ , μετάνοια change of mind fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετανοίαν — μετανοίᾱν , μετά , ἀνά οἰάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μετανοίᾱν , μετά , ἀνά οἰάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετανοιῶν — μετάνοια change of mind fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετανοίαις — μετάνοια change of mind fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετανοίης — μετάνοια change of mind fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»