-
1 μετάγγιση
[мэтангиси] ουσ. Θ. переливание жидкости, крови,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μετάγγιση
-
2 переливание
переливание с: \переливание крови η μετάγγιση αίματος* * *сперелива́ние кро́ви — η μετάγγιση αίματος
-
3 переливать
переливать, перелить μεταγγίζω· \переливать кровь κάνω μετάγγιση αίματος* * *= перелитьперелива́ть кровь — κάνω μετάγγιση αίματος
-
4 переливание
переливаниес ἡ μετάγγιση [-ις] / τό τραβατζάρισμα (вина, масла):\переливание крови ἡ μετάγγιση αίματος. -
5 переливание
-я ουδ.1. βλ. перелив.2. μετάγγιση•переливание крови μετάγγιση αίματος.
-
6 разливка
-и θ.χύσιμο• μετάγγιση•разливка молока μετάγγιση γάλατος.
-
7 кровь
το αίμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кровь
-
8 перекачка
1. (перемещение) η μετάγγιση 2. (переполнение ёмкости) η υπερπλή-ρωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перекачка
-
9 перелив
1. (перетекание жидкости через край ёмкости) η υπερχείλιση, η υπέρχυ-ση 2. (переполнение) η υπερπλήρωση 3. (устройство) о οχετός της ροής 4. (жидкости из одной ёмкости в другую) η μετάγγιση 5. (литьём переделывание во что-л. другое или отливание заново) η επαναχύτευση 6. (переход из одного оттенка в другой) о ιριδισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перелив
-
10 переливание
1. (перемещение из ёмкости в ёмкость) η μετάγγιση 2. (о красках, звуках) оιριδισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переливание
-
11 переливать
1. (перемещать жидкость из ёмкости в ёмкость) μεταγγίζω 2 (переполнять) υπερχειλίζω 3. (лит.) χύνω εκ νέου, επαναχυτεύω 4. (кровь) κάνω μετάγγιση αίματος 5. (о красках, звуках) ιριδίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переливать
-
12 прокачка
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прокачка
-
13 трансфузия
мед. η μετάγγιση (του αίματος).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трансфузия
-
14 элюирование
ο καθαρισμός/αποχω-ρισμός μέσω μετάγγισης-ть καθαρίζω με πλύση/μετάγγισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > элюирование
-
15 кровь
кров||ьж τό αίμα:артериальная (венозная) \кровь τό ἀρτηριακό (τό φλεβικό) αίμα· прилив \кровьи ἡ ὑπεραιμία· переливание \кровьи ἡ μετάγγιση αίματος· заражение \кровьи ἡ μόλυνση τοῦ αίματος, ἡ σηψαιμία· пускать \кровь ἀφαιμάσσω, κάνω ἀφαίμαξη· быть в \кровьй εἶμαι αἰμόφυρτος, εἶμαι κατα-ματωμένος· ◊ у́зы \кровьи οἱ δεσμοί αἰμα-τ°ς. ἡ ἐξ αίματος συγγένεια· \кровь за \кровь παίρνω τό αίμα πίσω· проливать \кровь за Родину χύνω τό αίμα μου ὑπέρ τής Πατρίδος· избить до \кровьи τσακίζω στό ξύλο разбить в \кровь καταματώνω, αίματώνω· это моя плоть и \кровь εἶναι ἡ σαρξ ἐκ τής σαρκός μου· до последней капли \кровьи μέΧΡί τελευταίας ρανίδος τοῦ αίματος· £то у него в \кровьй (унаследовано) τό ἐχει ото αἰμα του· \кровь стынет в жилах παγώνει τό αίμα στίς φλέβες· \кровь с молоком ροδοκόκκινος· \кровь бросилась ему в лицо́ Εγινε κατακόκκινος, τό αίμα τοῦ ἀνέβηκε στό πρόσωπο· сердце \кровьью обливается ματώνει ἡ κάρδιά μου· портить себе \кровь разг χαλώ τήν ζαχαρένια μου. -
16 переливать
переливатьнесов1. μεταγγίζω, χύνω/ τραβατζάρω (вино, масло):\переливать кровь мед. κάνω μετάγγιση αίματος·2. (через край) κάνω νά ξεχειλίσει·3. (переплавлять) ξαναλυώνω (μετ.), ἀνατήκω, ξαναχύνω:\переливать колокола в пушки ξαναλυώνω τις καμπάνες γιά νά κάνω κανόνια·4. (о красках) ίριδίζω, ἀντανακλώ:\переливать всеми цветами радуги ίριδίζω (или ἀντανακλώ) ὅλα τά χρώματα· ◊ \переливать из пустого в порожнее разг ἀεροκοπανῶ, κάνω τόν ἄνεμο κουβάρι. -
17 кровь
-и, προθτ. о -и, в -и, γεν. πλθ. -и θ.1. αίμα•венозная кровь φλεβικό αίμα•
артериальная кровь αρτηριακό αίμα•
переливание -и μετάγγιση αίματος•
заражение -и μόλυνση του αίματος.
|| πλθ. -и τα έμμηνα, η περίοδος.2. μτφ. γένος, συγγένεια. || οι πλησιέστεροι συγγενείς.3. ράτσα ζώων. || (για ανθρώπους) γένος, καταγωγή•гречанка по -и Ελληνίδα την καταγωγή.
4. μτφ. αιματοχυσία, φονικό.5. μτφ. χαρακτήρας, ιδιοσυγκρασία•горячая кровь θερμόαιμος•
холодная кровь ψύχραιμος.
εκφρ.в -и до крови избить (разбить) – χτυπώ μέχρι αίμα•узы -и – δεσμοί αίματος•кровь с молоком – (για (πρόσωπο, άνθρωπο) αφρατοκόκκινος•кровь бросилась (кинулась, ударила) в голову – ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι•кровь играет – το αίμα βράζει (σφύζει)•кровь кипит (горит, бродит) – α) το αίμα βράζει (μεγάλη ζωτικότητα), β) υπάρχει έξαψη ή πάθος, οργασμός•кровь стынет (леденеет) – το αίμα παγώνει (από φόβο, φρίκη)•бросить (отворить, кидать) кровь – παλ. κάνω αφαίμαξη•лить (проливать) кровь чью – τραυματίζω ή σκοτώνω κάποιον•пить, сосать кровь – πίνω, ρουφώ το αίμα (βασανίζω, εκμεταλλεύομαι σκληρά)•портить кровь – χαλνώ τη διάθεση• ερεθίζω•писать -ью – γράφω με αίμα (από τα φυλλοκάρδια, ειλικρινέστατα ή με πόνο στην καρδιά)•смыть -ью обиду – ξεπλένω την προσβολή με αίμα•сердце -ью обливается – ματώνει η καρδιά μου (λυπούμαι κατάκαρδα:)• это в -и το έχει στο αίμα (είναι έμφυτο)•кровь за кровь – αίμα αντί αίματος, μάχαιρα αντί μαχαίρας•хоть кровь из носу – (απλ.) οπωσόήποτε•изойти -ью – εξαντλούμαι, από την αιμορραγία. -
18 перекачка
-и θ.άντληση, τρομπάρισμα• μετάγγιση, τραβατσάρισμα. -
19 переливка
-и θ.1. μετάγγιση• μετακένωση, τραβατσάρισμα• χύσιμο.2. χύση, -ιμο, τήξη (μετάλλων).3. ξαναχύσιμο. -
20 переливной
επ.της μετάγγισης, της μετακένωσης•-ая трубка σωλην ίσκος μετάγγιση,ς.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μετάγγιση — η 1. η μεταφορά υγρού από ένα δοχείο σε ένα άλλο: Η μετάγγιση λαδιού. 2. «μετάγγιση αίματος», η εισαγωγή αίματος υγιούς ατόμου στην κυκλοφορία του αίματος αρρώστου ή πάσχοντος ατόμου για θεραπευτικούς σκοπούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετάγγιση — η 1. η μεταφορά υγρού από ένα αγγείο σε άλλο 2. η μεταφορά και η μετάδοση σε άλλο τόπο ή σε άλλα πρόσωπα ιδεών, εθίμων, μεθόδων κ.λπ. 3. φρ. «μετάγγιση αίματος» ιατρ. η ενδοφλέβια χορήγηση αίματος ενός ατόμου σε άλλο άτομο που τό έχει ανάγκη.… … Dictionary of Greek
μετάγγιση ανταλλαγής — (αφαιμαξομετάγγιση). Μετάγγιση αίματος δωρητή σε ανταλλαγή του μεγαλύτερου μέρους του κυκλοφορούντος αίματος ενός ασθενούς. Εφαρμόζεται σε περιπτώσεις δηλητηριάσεων ή σε βρέφος για την αφαίρεση της χολερυθρίνης, εφόσον έχει εντοπιστεί… … Dictionary of Greek
μετάγγιση αίματος — Η άμεση έγχυση αίματος ή συστατικών αίματος (ερυθρών ή λευκών αιμοσφαιρίων, αιμοπεταλίων, ορού αλβουμίνης κλπ.) στην κυκλοφορία, για αναπλήρωση αίματος από εγχείρηση ή τραυματισμό ή για την αντιμετώπιση ασθένειας. Μ.α. πραγματοποιούνταν από τον… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
σίφωνας — Σωλήνας ή αγωγός κυρτός, σε σχήμα περίπου U, που χρησιμοποιείται για τη μετάγγιση υγρών από το ένα δοχείο στο άλλο, όταν το δεύτερο είναι τοποθετημένο κάτω από τη στάθμη του υγρού που περιέχεται στο πρώτο. Η λειτουργία του στηρίζεται στη συνοχή… … Dictionary of Greek
μείγμα — Ετερογενές σύστημα, του οποίου τα συστατικά (τα οποία ονομάζονται και φάσεις) διατηρούν τις ιδιότητές τους ανεξάρτητα από τον βαθμό στον οποίο έχουν αναμιχθεί. Για το λόγο αυτό, είναι δυνατός ο διαχωρισμός τους είτε με φυσικές μεθόδους, όπως… … Dictionary of Greek
Έιτζ — (AIDS, αγγλ. αρκτικόλεξο των λέξεων Acquired Immune Deficiency Syndrome). Η διεθνής ονομασία που επικράτησε για το Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσολογικής Ανεπάρκειας, λοιμώδη νόσο που προκαλείται από τον ιό HIV (HIV 1HIV 2), ο οποίος προσβάλλει τα… … Dictionary of Greek
έγκαυμα — Βλάβη των ιστών, που προκαλείται από θερμότητα, καυστικές χημικές ουσίες, ηλεκτρισμό ή ηλεκτομαγνητική ακτινοβολία, που δρουν κυρίως με την πήξη των πρωτεϊνών του πρωτοπλάσματος, καταστρέφοντας τα κύτταρα. Τα αποτελέσματα της δράσης της… … Dictionary of Greek
ένεση — Μέθοδος εισαγωγής φαρμάκου ή εμβολίου στους ιστούς ή στο αίμα, με τη χρήση κατάλληλου οργάνου. Τα κύρια πλεονεκτήματα της μεθόδου αυτής, σε σχέση με τη χορήγηση των φαρμάκων από το στόμα, είναι η δυνατότητα να υπολογίζεται με ακρίβεια η δόση, η… … Dictionary of Greek
αιμοδοσία — Ιατρ. η προσφορά αίματος για μετάγγιση και κατ επέκταση ο οργανισμός που ασχολείται με τη λήψη, τη συντήρηση και τη διάθεση αίματος … Dictionary of Greek