Перевод: с немецкого на все языки
μεσαίτερος
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
μεσαίτερος — μεσαίτερος, έρα, ον (Α) συγκριτ. τ. τού μέσος (ἔν τε τῷ μέσῳ ἄλλα μεσαίτερα τοῡ μέσου», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. μεσος (για τη μορφή μεσαι βλ. μεσ[ο] ) + κατάλ. συγκρ. τερος (πρβλ. παλαίτερος)] … Dictionary of Greek
μεσαίτερος — μέσος b masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… … Dictionary of Greek