-
1 μεσιτης
-
2 μεσίτης
ο, μεσίτις (-ιδος) и μεσίτρ(ι)α, η1) посредник, -ца; 2) маклер, комиссионер;μεσίτης χρηματιστηρίου — биржевой маклер;
3) сва|т, -ха;αυτή τούς κάνει το μεσίτη — она их сватает
-
3 μεσίτης
{сущ., 6}Ссылки: Гал. 3:19, 20; 1Тим. 2:5; Евр. 8:6; 9:15; 12:24.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μεσίτης
-
4 μεσίτης
{сущ., 6}Ссылки: Гал. 3:19, 20; 1Тим. 2:5; Евр. 8:6; 9:15; 12:24.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μεσίτης
-
5 μεσίτης
посредник (лицо, содействующее примирению спорящих сторон), арбитр.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μεσίτης
-
6 μεσίτης
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μεσίτης
-
7 μεσίτης
[мэситис] ουσ. а. посредник, маклер,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μεσίτης
-
8 μεσίτης
[мэситис] ουσ α посредник, маклер. -
9 χρηματιστήριο(ν)
το биржа;χρηματιστήριο(ν) αξιών (χρεωγράφων) — валютная (фондовая) биржа;
χρηματιστήριο(ν) εμπορευμάτων — или εμπορικό χρηματιστήριο(ν) — товарная биржа;
μεσίτης χρηματιστήρίου — биржевой маклер
-
10 χρηματιστήριο(ν)
το биржа;χρηματιστήριο(ν) αξιών (χρεωγράφων) — валютная (фондовая) биржа;
χρηματιστήριο(ν) εμπορευμάτων — или εμπορικό χρηματιστήριο(ν) — товарная биржа;
μεσίτης χρηματιστήρίου — биржевой маклер
-
11 3316
{сущ., 6}Ссылки: Гал. 3:19, 20; 1Тим. 2:5; Евр. 8:6; 9:15; 12:24.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3316
См. также в других словарях:
μεσίτης — (I) ο, θηλ. μεσίτρια και μεσίτρα (ΑM μεσίτης, Α θηλ. μεσῑτις, ιδος, Μ θηλ. μεσίτρια και μεσίτρα και μεσίτισσα) αυτός που παρεμβαίνει ή μεσολαβεί μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων με σκοπό τον συμβιβασμό, τη σύναψη συμφωνίας ή τη συμφιλίωση («διαταγεὶς … Dictionary of Greek
μεσίτης — ο θηλ. ίτρ(ι)α ο επαγγελματίας που μεσολαβεί σε αγοραπωλησίες, ενοικιάσεις, συνοικέσια κτλ.: Μας έδειξε το σπίτι ο μεσίτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσίτης — μεσί̱της , μεσίτης mediator masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσῖται — μεσίτης mediator masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπεζομεσίτης — ο, Ν μεσίτης τραπεζικών συναλλαγών και, κυρίως, συναλλάγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + μεσίτης (πρβλ. κτηματο μεσίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως] … Dictionary of Greek
δανειομεσίτης — ο ο μεσίτης, ο μεσολαβητής που αναλαμβάνει τη διαπραγμάτευση δανείων μεταξύ ιδιωτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάνειο + μεσίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Κλ. Τριαντάφυλλου] … Dictionary of Greek
κτηματομεσίτης — ο μεσίτης αγοραπωλησίας ακίνητων κτημάτων, που αμείβεται για κάθε συναλλαγή η οποία γίνεται με τη μεσολάβησή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, ατος + μεσίτης. Η λ., στον τ. κτηματομεσῖται, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
μεσιτεύω — και μεσιτεύγω και μισιτεύγω (ΑM μεσιτεύω) [μεσίτης] 1. ενεργώ ως μεσίτης, παρεμβαίνω ή μεσολαβώ μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων για να τούς συμβιβάσω, να τούς συμφιλιώσω ή για να συνάψουν συμφωνία 2. ενεργώ για σύναψη αγοραπωλησίας, μίσθωσης ή… … Dictionary of Greek
μεσιτολογώ — μεσιτολογῶ, έω (Μ) (για την Παναγία) μιλώ ως μεσίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσίτης + λογώ* μέσω ενός αμάρτυρου *μεσιτολόγος] … Dictionary of Greek
ναυλομεσίτης — ο, θηλ. ναυλομεσίτρια, η ναυτ. μεσίτης που μεσολαβεί έναντι αμοιβής ανάμεσα στον πλοιοκτήτη και στον ναυλωτή για την πραγματοποίηση θαλάσσιας μεταφοράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύλα + μεσίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
χρηματομεσίτης — ο, Ν 1. μεσίτης που προμηθεύει δάνεια 2. χρηματιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρήμα, χρήματος + μεσίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek