-
1 μεσίτης
[мэситис] ουσ. а. посредник, маклер,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μεσίτης
-
2 посредник
-
3 маклер
маклерм ὁ μεσίτης:биржевой \маклер ὁ μεσίτης χρηματιστηρίου. -
4 брокер
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > брокер
-
5 брокер-комиссионер
ο μεσίτης επί προμήθεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > брокер-комиссионер
-
6 комиссионер
ο μεσίτης (επί προμήθεια), ο παραγγελιοδόχος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > комиссионер
-
7 маклер
(фин., торг.) о μεσίτης, (товаров) о εμπορομεσίτης, (на бирже) о χρηματιστής, о χρηματο μεσίτη ςстраховой - о ασφα-λειομεσίτης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > маклер
-
8 биржевой
би́рж||евойприл τοῦ χρηματιστηρίου, χρηματιστικός:\биржевойевая игра ἡ χρηματιστηριακή κερδοσκοπία; \биржевойево́й маклер ὁ μεσίτης χρηματιστηρίου. -
9 комиссионер
комиссионерм ὁ παραγγελιοδόχος, ὁ μεσίτης. -
10 посредник
посредни||км ὁ διάμεσος, ὁ μεσολαβών, ὁ μεσίτης:выступить \посредникком μεσολαβώ. -
11 маклер
[μάκλιρ] ουσ. α. μεσίτης -
12 маклер
[μάκλιρ] ουσ α μεσίτης -
13 комиссионер
-а α.παραγγελιοδόχος, εντε-λοδόχος• μεσίτης. -
14 посредник
-а α.-ца, -ы θ.1. μεσίτης•торговый посредник εμπορομεσίτης.
2. μεσολαβητής, μεσάζων•выступить -ом μεσολαβώ, μεσιτεύω.
3. διαιτητής.
См. также в других словарях:
μεσίτης — (I) ο, θηλ. μεσίτρια και μεσίτρα (ΑM μεσίτης, Α θηλ. μεσῑτις, ιδος, Μ θηλ. μεσίτρια και μεσίτρα και μεσίτισσα) αυτός που παρεμβαίνει ή μεσολαβεί μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων με σκοπό τον συμβιβασμό, τη σύναψη συμφωνίας ή τη συμφιλίωση («διαταγεὶς … Dictionary of Greek
μεσίτης — ο θηλ. ίτρ(ι)α ο επαγγελματίας που μεσολαβεί σε αγοραπωλησίες, ενοικιάσεις, συνοικέσια κτλ.: Μας έδειξε το σπίτι ο μεσίτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσίτης — μεσί̱της , μεσίτης mediator masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσῖται — μεσίτης mediator masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπεζομεσίτης — ο, Ν μεσίτης τραπεζικών συναλλαγών και, κυρίως, συναλλάγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + μεσίτης (πρβλ. κτηματο μεσίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως] … Dictionary of Greek
δανειομεσίτης — ο ο μεσίτης, ο μεσολαβητής που αναλαμβάνει τη διαπραγμάτευση δανείων μεταξύ ιδιωτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάνειο + μεσίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Κλ. Τριαντάφυλλου] … Dictionary of Greek
κτηματομεσίτης — ο μεσίτης αγοραπωλησίας ακίνητων κτημάτων, που αμείβεται για κάθε συναλλαγή η οποία γίνεται με τη μεσολάβησή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, ατος + μεσίτης. Η λ., στον τ. κτηματομεσῖται, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
μεσιτεύω — και μεσιτεύγω και μισιτεύγω (ΑM μεσιτεύω) [μεσίτης] 1. ενεργώ ως μεσίτης, παρεμβαίνω ή μεσολαβώ μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων για να τούς συμβιβάσω, να τούς συμφιλιώσω ή για να συνάψουν συμφωνία 2. ενεργώ για σύναψη αγοραπωλησίας, μίσθωσης ή… … Dictionary of Greek
μεσιτολογώ — μεσιτολογῶ, έω (Μ) (για την Παναγία) μιλώ ως μεσίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσίτης + λογώ* μέσω ενός αμάρτυρου *μεσιτολόγος] … Dictionary of Greek
ναυλομεσίτης — ο, θηλ. ναυλομεσίτρια, η ναυτ. μεσίτης που μεσολαβεί έναντι αμοιβής ανάμεσα στον πλοιοκτήτη και στον ναυλωτή για την πραγματοποίηση θαλάσσιας μεταφοράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύλα + μεσίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
χρηματομεσίτης — ο, Ν 1. μεσίτης που προμηθεύει δάνεια 2. χρηματιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρήμα, χρήματος + μεσίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek