-
1 μενεξεδένιος
[мэнэксэдэньёс]εκ. фиолетовый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μενεξεδένιος
-
2 лиловый
-
3 фиолетовый
-
4 фиолетовый
фиолетовыйприл βιολέτ, μενεξεδένιος, μενεξεδής, Ιώδης. -
5 лиловый
επ.μενεξεδένιος, χρώματος αγιουλί, ιώδης. -
6 сиреневый
επ.1. της πασχαλιάς.2. μενεξεδένιος, λ-ιλός, ιώδης. -
7 фиалковый
επ.1. μενεξεδένιος.2. ουσ. -ые πλθ. τα ιοειδή.
См. также в других словарях:
μενεξεδένιος — α, ο [μενεξές] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού μενεξέ, μενεξεδής, ιώδης, μοθ 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μενεξέ 3. αυτός που αποτελείται από μενεξέδες («μενεξεδένια στεφάνια») … Dictionary of Greek
μενεξεδένιος, -ια, -ιο — 1. αυτός που αποτελείται από μενεξέδες: Μενεξεδένια ανθοδέσμη. 2. αυτός που έχει το χρώμα του μενεξέ: Μενεξεδένιο λουλούδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ένιος — α, ο 1. κατάληξη επιθέτων που σημαίνει ότι το προσδιοριζόμενο από το επίθετο αποτελείται από την ύλη που δηλώνει το επίθετο π.χ. μεταξένιος, σιδερένιος, ατσαλένιος κ.λπ. 2. δηλώνει ότι το πρόσωπο ή πράγμα που προσδιορίζεται από το επίθετο έχει… … Dictionary of Greek
ιόχρους — ου και οος, οον αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, μενεξεδένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + χρους (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. υαλό χρους, χιονό χρους] … Dictionary of Greek
ιώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που έχει το χρώμα του ίου, μενεξεδένιος: Ιώδες χρώμα. – Ιώδης απόχρωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μενεξεδής, -ιά — ί και μενεξελής, ιά, ί αυτός που έχει το χρώμα του μενεξέ, ο μενεξεδένιος: Έχει μάτια μενεξεδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)