-
1 μεμπτος
3, редко Soph. 21) заслуживающий порицания, неудовлетворительный(τέν ἰδέαν οὐ μ. Ion ap. Plut.)
μ. κατὰ τὸ πλῆθος Her. — численно недостаточный;οὐ μ. μισθός Plat. — немаловажное приобретение;τί δέ τὸ Νείλου μεμπτόν ἐστί σοι γάνος ; Eur. — чем же, по-твоему, плоха красота Нила?2) порицающий, упрекающий(τινι Soph.)
-
2 μεμπτός
-
3 μεμπτός
[мэмптос] εκ. достойный упрёка,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μεμπτός
-
4 μεμπτός
[мэмптос] επ достойный упрёка. -
5 αμεμπτος
21) безукоризненный, безупречный(τέρμων Aesch.; γυνή Eur.; δεῖπνον Xen.; δίκη Plat.)
ἄ. χρόνου Aesch. — точно исполняющий сроки, приходящий во-время;ἄ. τι Men. — безупречный в чем-л.;ἄ. τινι Plut. — не могущий быть поставленным в упрек кому-л.;ἄ. ὑπό τινος Xen. — имеющий безупречную репутацию у кого-л.2) не имеющий повода к упрекам, т.е. удовлетворенный, довольныйἄμεμπτόν τινα ποιεῖν или ποιεῖσθαι Xen. — полностью удовлетворить кого-л.
-
6 καταμεμπτος
См. также в других словарях:
μεμπτός — blameworthy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμπτός — ή, ό (ΑM μεμπτός, ή, όν) [μέμφομαι] άξιος μομφής, αξιοκατάκριτος αρχ. 1. ευκαταφρόνητος («καίτοι οὐκ ἂν εἴη μεμπτὸς μισθὸς ὁ τοιοῡτος», Πλάτ.) 2. αυτός που επιρρίπτει κατηγορία εναντίον κάποιου («ὥστ εἴ τι τὠμῷ τἀνδρὶ τῇδε τῇ νόσῳ ληφθέντι… … Dictionary of Greek
μεμπτά — μεμπτός blameworthy neut nom/voc/acc pl μεμπτά̱ , μεμπτός blameworthy fem nom/voc/acc dual μεμπτά̱ , μεμπτός blameworthy fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμπτότερον — μεμπτός blameworthy adverbial comp μεμπτός blameworthy masc acc comp sg μεμπτός blameworthy neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμπτῶν — μεμπτός blameworthy fem gen pl μεμπτός blameworthy masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμπτόν — μεμπτός blameworthy masc acc sg μεμπτός blameworthy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμπταῖς — μεμπτός blameworthy fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμπτοῖς — μεμπτός blameworthy masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμπτοί — μεμπτός blameworthy masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμπτοῦ — μεμπτός blameworthy masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμπτούς — μεμπτός blameworthy masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)