Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μεμονωμένος

  • 1 μεμονωμένος

    [мэмономэнос] εκ. изолированный, одинокий, одиночный,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μεμονωμένος

  • 2 частность

    θ.
    το ξεχωριστό, το μεμονωμένο το ιδιαίτερο•

    частность явления ο μεμονωμένος χαρακτήρας του φαινομένου•

    частность случая ο μεμονωμένος χαρακτήρας της περίπτωσης.

    || λεπτομέρεια.
    εκφρ.
    вчастностьи – ιδιαίτερα, ιδίως.

    Большой русско-греческий словарь > частность

  • 3 одиночный

    απομονωμένος, μεμονωμένος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > одиночный

  • 4 частный

    1. (представляющий отдельную часть от чего-л. целого) μερικός, τμηματικός 2. (изолированный, нехарактерный, случайный) μεμονωμένος, ειδικός 3. (личный) προσωπικός, ιδιωτικός.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > частный

  • 5 изолированный

    изоли́рова||нный
    1. прич. от изолировать·
    2. прил μεμονωμένος, μονήρης, ἀπομονωμένος, Ερημος.

    Русско-новогреческий словарь > изолированный

  • 6 обособленный

    обосо́б||ленный
    1. прич. от обособить·
    2. прил ἀπομονωμένος, μεμονωμένος.

    Русско-новогреческий словарь > обособленный

  • 7 разрозненный

    разрозненный
    прил ξεχωριστός, χωριστός, σκόρπιος/ μεμονωμένος (отдельный)/ παράταιρος, ἀταίριαστος (непарный):
    \разрозненныйенные действия οἱ μεμονωμένες (или οἱ σκόρπιες) ἐνέργειες· \разрозненныйенное собрание сочинений χωριστοί τόμοι τών ἀπάντων.

    Русско-новогреческий словарь > разрозненный

  • 8 единичный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно.
    1. μοναδικός, σπάνιος•

    единичный случай μοναδική περίπτωση.

    2. μεμονωμένος, ξεχωριστός• ιδιαίρερος•

    -ые примеры μεμονωμένα παραδείγματα.

    Большой русско-греческий словарь > единичный

  • 9 одиночный

    επ.
    1. μεμονωμένος•

    -ые выстрелы μεμονωμένοι (σποραδικοί) πυροβολισμοί.

    || που ζει μόνος, κατά μόνας (για ζώα, έντομα).
    2. αποτελούμενος από ένα.
    3. μοναχικός, για έναν•

    -ая тюремная камера απομονωτήριο φυλακής•

    -ое заключение φυλάκιση στο απομονωτήριο•

    4. μονός.

    Большой русско-греческий словарь > одиночный

  • 10 отдельный

    επ.
    1. χωρισμένος, χωριστός, ξεχωριστός, ξέχωρος• ιδιαίτερος•

    сидеть за -ым столом κάθομαι σε ξεχωριστό τραπέζι•

    ход ιδιαίτερη είσοδος•

    положить в отдельный ящик βάζω σε ιδιαίτερο συρτάρι•

    в каждом -ом случае σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση.

    || μεμονωμένος•

    -ое дерево μεμονωμένο δέντρο.

    || (συνήθως πλθ.)• -ые μερικοί•

    -ые примеры μερικά παραδείγματα•

    -ые лица, люди μερικά πρόσωπα, μερικοί άνθρωποι.

    2. (στρατ.) ανεξάρτητος•

    отдельный батальон ανεξάρτητο τάγμα.

    Большой русско-греческий словарь > отдельный

  • 11 отрывочный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно.
    1. σποραδικός, σκόρπιος• σπάνιος• μεμονωμένος• αραιός λιγοστός.
    2. βλ. отрывистый..

    Большой русско-греческий словарь > отрывочный

  • 12 разрозненный

    επ. από μτχ.
    1. ασυμπλήρωτος-ελλειπής, λειψός• παράταιρος.
    2. σποραδικός, σκόρπιος. || μεμονωμένος.

    Большой русско-греческий словарь > разрозненный

  • 13 уединённый

    επ. από μτχ.
    μεμονωμένος, μοναχικός• ξέχωρος• απόμερος•

    уединённый домик μεμονωμένο σπιτάκι.

    || απομονωμένος, ξεμοναχιασμένος μόνος, μοναχός, μονήρης.

    Большой русско-греческий словарь > уединённый

  • 14 частный

    επ.
    1. ατομικός, ιδιωτικός, προσωπικός•

    -ая переписка ιδιωτική αλληλογραφία•

    я к вам по -у делу έρχομαι σε σας για ατομική υπόθεση•

    -ая инициатива ατομική πρωτοβουλία•

    -ая жизнь ιδιωτική ζωή•

    -ые уроки ιδιωτικά μαθήματα•

    -ая собственность ατομική ιδιοκτησία•

    -ая торговля ιδιωτικό εμπόριο•

    частный капитал ιδιωτικό κεφάλαιο.

    2. ξεχωριστός, μεμονωμένος• ιδιαίτερος•

    частный случай μεμονωμένη περίπτωση.

    3. του τμήματος ή συνοικίας πόλης•

    частный дом παλ. το κτίριο του αστυνομικού τμήματος.

    4. -ое ουδ. ουσ. το μερικό•

    заключение от -ого к общему συμπέρασμα από το μερικό στο γενικό•

    заключение от общего к -у συμπέρασμα από το γενικό στο μερικό.

    5. ουσ. α. частный ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος.
    εκφρ.
    - ое обвинение – ιδιωτική καταγγελία•
    частный поверенныйπαλ. ο δικηγόρος•
    частный приставβλ. 5 σημ.

    Большой русско-греческий словарь > частный

См. также в других словарях:

  • μεμονωμένος — μονόω make single perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • уединенный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  прил. (μεμονωμένος) необычайный, единственный, одинокий,… …   Словарь церковнославянского языка

  • Τεύταμος — Μακεδόνας στρατηγός επίλεκτου σώματος αργυρασπίδων. Στον πόλεμο μεταξύ του Ευμένη και του Αντίγονου, πήρε μέρος με τον πρώτο. Το 316 π.Χ. όμως άλλαξε στρατόπεδο και παρέδωσε ζωντανό τον Ευμένη στον αντίπαλό του. Από τότε χάνονται και τα ίχνη του …   Dictionary of Greek

  • έδαφος — Το ανώτερο επιφανειακό στρώμα της Γης, μεταξύ του μητρικού πετρώματος και της ατμόσφαιρας, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα φυτά. Το ε. είναι συνεχόμενο λεπτό στρώμα που καλύπτει τον φλοιό της Γης, εκτός από τους βράχους, τις γυμνές βουνοπλαγιές,… …   Dictionary of Greek

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • δεύρο — δεῡρο και δεύρω και αιολ. δεῡρυ και αττ. επιτ. δευρί και δεῡρε και δευρεί) (Α) 1. (με ρήματα κινήσεως σημαντικά) εδώ, προς τα εδώ («ἦλθον αἰχμητάων δεῡρο μαχησόμενος», Ιλ.) 2. φρ. «τὰ δεῡρο» τα αισθητά όντα 3. (σε συζητήσεις, επιχειρήματα και… …   Dictionary of Greek

  • είρω — (I) εἴρω (Α) 1. συναρμολογώ, συναρμόζω 2. παρεμβάλλω, εμπλέκω 3. (για λόγο) συνδέω 4. φρ. «εἰρομένη λέξις» χαλαρό ύφος τού λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ενεστώτα (με επίθημα * ye / yo ) που σχηματίζεται από την απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας *ser… …   Dictionary of Greek

  • κιόσκι — το (Μ κιόσκι και κιόσκιον) μεμονωμένος στεγασμένος χώρος στο ύπαιθρο, περίπτερο («και ή παλάτια υψώνω ή κιόσκια», Παλαμ.) νεοελλ. εξοχική έπαυλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. koşk] …   Dictionary of Greek

  • κλω — κλῶ, άω (Α) 1. θραύω, σπάζω («ἐκλάσθη δὲ δόναξ, ἐβάρυνε δὲ μηρόν», Ομ. Οδ.) 2. κλαδεύω αμπέλι 3. κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω («λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε καὶ κλάσας ἐπεδίδου», ΚΔ) 4. σχηματίζω τεθλασμένη γραμμή, διαθλώμαι (α. «ἡ κεκλασμένη γραμμή»… …   Dictionary of Greek

  • λελίημαι — (Α) (μόνο στη μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) λελιημένος, η, ον α) πρόθυμος β) (για τον αέρα) ορμητικός («αἰθὴρ ἐκτὸς ἔσω λελιημένος», Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λε λιη μένος είναι μεμονωμένος τ. παρακμ. σχηματισμένος αναλογικά με το τε τιη μένος και… …   Dictionary of Greek

  • μαγνήτης — Έτσι ορίζεται οποιοδήποτε σώμα ικανό να έλκει σιδηρομαγνητικά υλικά. Η ιδιαίτερη συμπεριφορά των φυσικών μαγνητικών υλικών (Fe3O4) ήταν γνωστή από τα αρχαιότατα χρόνια και οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν ήδη από τα προχριστιανικά χρόνια την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»