Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μελωδικός

См. также в других словарях:

  • μελωδικός — ή, ό (ΑM μελῳδικός, ή, όν) [μελωδός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μελωδία ή αυτός που έχει μελωδία («μελωδική φωνή») μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελωδικόν γλυκό και ευχάριστο τραγούδι. επίρρ... μελωδικώς και ά (ΑM μελῳδικῶς) με μελωδία …   Dictionary of Greek

  • μελωδικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στη μελωδία: Μελωδικός ήχος. 2. αυτός που είναι γεμάτος μελωδία: Μελωδική μουσική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μελῳδικά — μελῳδικός by means of melody neut nom/voc/acc pl μελῳδικά̱ , μελῳδικός by means of melody fem nom/voc/acc dual μελῳδικά̱ , μελῳδικός by means of melody fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελῳδικῶν — μελῳδικός by means of melody fem gen pl μελῳδικός by means of melody masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελῳδικόν — μελῳδικός by means of melody masc acc sg μελῳδικός by means of melody neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελῳδικῆς — μελῳδικός by means of melody fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελῳδική — μελῳδικός by means of melody fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελῳδικῶς — μελῳδικός by means of melody adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελῳδικώτατος — μελῳδικός by means of melody masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμμελής — ές (Α ἐμμελής, ές) μελωδικός, αρμονικός αρχ. 1. (για ποιητή) γλυκός, μελωδικός 2. (για πράγμ.) καλαίσθητος, κομψός 3. πετυχημένος («τὴν ἐμμελῆ ταύτην... ἐπὶ τῷ καλῷ προσεποιεῑτο παιδείαν», Πλούτ.) 4. μέτριος, μικρός 5. (για πρόσ.) ευπρεπής,… …   Dictionary of Greek

  • άνομος — η, ο (AM ἄνομος, ον) (για πρόσωπα) 1. αυτός που δεν τηρεί τους νόμους, άδικος, παράνομος 2. (για πράγματα) α) ασεβής, μιαρός, φαύλος β) αυτός που γίνεται παράνομα, άδικος αρχ. 1. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα άνομα παράνομες πράξεις, ανομίες 2 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»