-
1 μελαγχολώ
[мэланхоло] р. печалиться.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μελαγχολώ
-
2 тосковать
-
3 грустить
груститьнесов λυπούμαι, θλίβομαι, κακοκαρδίζω, μελαγχολώ:\грустить ὁ чем-л. μέ πιάνει θλίψη γιά κάτι. -
4 загрустить
загруститьсов χάνω τό κέφι μου, μελαγχολώ. -
5 закручиниться
закручи́нитьсясов народн.-поэт. μελαγχολώ, μέ πιάνει στενοχώρια, μέ πιάνει λύπη. -
6 пребывание
пребываниес ἡ διαμονή:место постоянного \пребываниения ἡ μόνιμη διαμονή, ἡ ἔδρα \пребываниеть несов1. (быть, находиться где-л.) διαμένω, εὐρίσκομαι, κατοικώ·2. (в каком-л. состоянии):\пребываниеть в неведении ἀγνοώ, παραμένω ἐν ἀγνοία· \пребываниеть в унынии μελαγχολώ. -
7 пригорюниваться
пригорюниватьсянесов, пригорюниться сов разг μελαγχολώ, μέ πιάνει στενοχώρια. -
8 тосковать
тоск||оватьнесов1. μελαγχολώ, εἶμαι θλιμμένος, εἶμαι βαρύ-θυμος (грустить)/ ἀνιῶ, πλήττω (скучать)·2. (по кому-л., чему-л.) νοσταλγώ, ἀποθυμώ:\тосковатьовать по друзьям ἀποθυμώ τούς φίλους μου· \тосковатьовать по ро́дние νοσταλγώ τήν πατρίδα -
9 хандрить
хандр||и́тьнесов μελαγχολώ. -
10 тосковать
[τασκαβάτ'] ρ. μελαγχολώ -
11 хандрить
[χανντρίτ"] ρ. μελαγχολώ -
12 тосковать
[τασκαβάτ'] ρ μελαγχολώ -
13 хандрить
[χανντρίτ"] ρ μελαγχολώ -
14 грустить
грушу, грустишьρ.δ. θλίβομαι, λυπούμαι•, μελαγχολώ, βαρυοθυμώ. -
15 задумывать
ρ.δ.βλ. задумать.1. βλ. задуматься.2. (παλ. κ. απλ.) μελαγχολώ, πέφτω σε μελαγχολία. -
16 закручиниться
ρ.σ. (λαϊκή ποίηση) αρχίζω να θλίβομαι, να στενοχωριέμαι, να πικραίνομαι, να μελαγχολώ. -
17 затосковать
ρ.σ. αρχίζω να μελαγχολώ κλπ. ρ. βλ. тосковать. -
18 захандрить
-рю, -ришьρ.σ. αρχίζω να μελαγχολώ. -
19 погрустнеть
ρ.σ. θλίβομαι, μελαγχολώ, γίνομαι μελαγχολικός (για ένα χρον. διάστημα). -
20 поникнуть
-ну, -нещь, παρλθ. χρ. поник-ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. поникший κ. поникнувший ρ.σ. γέρνω, κλίνω προς τα κάτω, ρέπω, λυγίζω• χαμηλώνω, σκύβω•колосья пшеницы -кли от бури τα στάχια του σιταριού έπεσαν από τη θύελλα•
поникнуть голову σκύβω το κεφάλι.
|| μτφ. δυσθυμώ, βαρυοθυμώ, σκυθρωπάζω, γίνομαι κατηφής.εκφρ.поникнуть духом – μελαγχολώ απελπίζομαι, χάνω το ηθικό.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μελαγχολώ — μελαγχολώ, μελαγχόλησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μελαγχολώ — έω (ΑM μελαγχολώ, άω) [μελάγχολος] νεοελλ. 1. πάσχω, κατέχομαι από δυσθυμία, από μελαγχολία 2. κάνω κάποιον μελαγχολικό, χαλώ τη διάθεση κάποιου νεοελλ. μσν. είμαι ή γίνομαι βαρύθυμος, άκεφος μσν. εξοργίζομαι, αγανακτώ αρχ. κατέχομαι από μανία,… … Dictionary of Greek
μελαγχολώ — μελαγχόλησα 1. αμτβ., με πιάνει μελαγχολία: Όποτε σκέφτομαι τα παιδικά μου χρόνια μελαγχολώ. 2. μτβ., προκαλώ σε κάποιον μελαγχολία: Μελαγχόλησα ακούγοντας τις πένθιμες καμπάνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μελαγχολῶ — μελαγχολάω to be atrabilious pres imperat mp 2nd sg μελαγχολάω to be atrabilious pres subj act 1st sg (attic epic ionic) μελαγχολάω to be atrabilious pres ind act 1st sg (attic epic ionic) μελαγχολάω to be atrabilious pres subj act 1st sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχνιάζω — [καταχνιά] 1. σκυθρωπιάζω, γίνομαι κατηφής, μελαγχολώ («το πρόσωπό του καταχνιάζει») 2. (το γ εν. ως απρόσ.) καταχνιάζει απλώνεται ομίχλη, πέφτει καταχνιά … Dictionary of Greek
μαράζι — το 1. μαρασμός 2. φυματίωση, φθίση 3. μεγάλη πίκρα και στενοχώρια, μακροχρόνια θλίψη («από τότε που έφυγε ο γιος της έχει κρυφό μαράζι στην καρδιά») 4. φρ. «μέ τρώει το μαράζι» μελαγχολώ από μεγάλη θλίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. maraz] … Dictionary of Greek
μελαγχολούμαι — μελαγχολοῡμαι, όομαι (Α) [μελάγχολος] μελαγχολώ, πάσχω από μελαγχολία … Dictionary of Greek
πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… … Dictionary of Greek