Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
μειουρία — μειουρία, ἡ (Α) [μείουρος] (σχετικά με εξάμετρο) το αποτέλεσμα τού μειουρίζω*, αλλ. μυουρία … Dictionary of Greek
μυουρία — μυουρία, ἡ (Α) [μύουρος] η μειουρία* … Dictionary of Greek