Перевод: с немецкого на все языки
μειζονότερος
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
μείζων — ον, θηλ. και μείζονα (ΑM μείζων, ον και μειζότερος, Α και μειζονώτερος και, ιων. τ. μέζων, δωρ. τ. μέσδων, βοιωτ. τ. μέσσων, Μ και μειζονότερος, έρα, ον) 1. ο μεγαλύτερων διαστάσεων, περισσότερος από το συνηθισμένο ή από όσο πρέπει 2. μεγαλύτερος … Dictionary of Greek
μειζότερος — μειζότερος, έρα, ον (ΑM, Α και μειζονώτερος, έρα, ον, Μ και μειζονότερος, έρα, ον) βλ. μείζων. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. μείζων] … Dictionary of Greek