-
1 μεγαλοπρέπεια
[мэгалопрпиа] ουσ. θ. великолепие, величие,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μεγαλοπρέπεια
-
2 блеск
-а (-у) α.1. λάμψη, γυαλάδα, στιλπνότητα•блеск солнца η λάμψη του ήλιου•
блеск штыков η λάμψη των λογχών.
2. μτφ., πολυτέλεια μεγαλοπρέπεια•блеск славы λάμψη (φωτοστέφανος) της δόξας•
блеск наряда η πολυτέλεια του στολισμού, του ντυσίματος.
3. (σε συνδυασμό με ονομασίες μερικών ορυκτών)•железный блеск ο αιματίτης, αιματοστάκτης (λίθος)•
свинцовый блеск ο πρωτοθειϊκός μόλυβδος.
εκφρ.во всем -е – μ’ όλη τη μεγαλοπρέπεια (λαμπρότητα)•с -ом – λαμπρά, έξοχα, θαυμάσια. -
3 блеск
блескм1. ἡ λαμψη [-ις], ἡ ἀκτινοβολία, ἡ στιλπνότητα [-ης], ἡ γυαλάδα, ἡ ἀνταύγεια, τό λαμπίρισμα;2. перен ἡ λαμπρότητα [-ης], ἡ μεγαλοπρέπεια:\блеск ост-роу́мия τό σπινθηροβόλο πνεῦμα; ◊ с \блеском λαμπρά περίφημα; железный \блеск мин. ὁ αἰματίτης; свинцовый \блеск мин. ὁ θειοῦχος μόλυβδος. -
4 великолепие
великолепиес ἡ μεγαλοπρέπεια, ἡ λαμπρότητα. -
5 величественность
вели́чественн||остьж ἡ μεγαλοπρέπεια, τό μεγαλεῖο[ν], ἡ μεγαλειότητα. -
6 величие
вели́чи||ес τό μεγαλεῖο[ν], ἡ μεγαλοπρέπεια· ◊ мания \величиея ἡ μεγαλομανία. -
7 величавость
величав||остьж ἡ μεγαλοπρέπεια, τό μεγαλεῖο[ν]. -
8 помпа
помпа I ж (насос) ἡ ἀντλία, ἡ τρόμπα, ἡ τουλούμπα / ἡ χειραντλία (ручная). помпа II ж ἡ μεγαλοπρέπεια. -
9 пышность
пышн||остьж1. (великолепие) ἡ μεγαλοπρέπεια, ἡ πολυτέλεια·2. (волос и т. ἡ.) ἡ πυκνότητα. -
10 великолепие
[βιλικαλιέπιιε] ουσ. ο. μεγαλοπρέπεια -
11 величавость
[*][βιλιτσάβαστ') ουσ. θ. μεγαλοπρέπεια -
12 великолепие
[βιλικαλιέπιιε] ουσ ο μεγαλοπρέπεια -
13 величавость
[βιλιτσάβαστ'] ουσ θ μεγαλοπρέπεια -
14 благолепие
-я ουδ.(γραπ. λόγος) μεγαλοπρέπεια, μεγαλείο, ωραιότητα, ομορφιά•природы το μεγαλείο της φύσης.
-
15 важность
-и θ.1. σοβαρότητα, σπουδαιότητα.2. μεγαλοπρέπεια.εκφρ.велика - – (περιφ.) μεγάλη σπουδαιότητα•эка важность – μωρέ σπουδαιότητα. -
16 великолепие
-я ουδ.πολυτέλεια, χλιδή, λούσια• μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα. -
17 великость
-и θ.μεγαλοσύνη, μεγαλοπρέπεια. -
18 величавость
-и θ.μεγαλοπρέπεια, μεγαλειότητα. -
19 грандиозность
-и θ.μεγαλοπρέπεια. -
20 монументальность
-и θ.μεγαλοπρέπεια, το μεγαλειώδες.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μεγαλοπρεπείᾳ — μεγαλοπρεπείᾱͅ , μεγαλοπρέπεια magnificence fem dat sg (attic doric aeolic) μεγαλοπρεπείᾱͅ , μεγαλοπρέπεια magnificence fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπρέπεια — magnificence fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπρέπεια — η (ΑM μεγαλοπρέπεια, ιων. τ. μεγαλοπρεπείη) [μεγαλοπρεπής] 1. λαμπρότητα, επιβλητικότητα, μεγαλείο 2. πλούτος, πολυτέλεια 3. το υψηλό ύφος τού λόγου 4. λέγεται ως προσφώνηση υψηλών προσώπων («ἡ σὴ μεγαλοπρέπεια», Ιουστιν.) … Dictionary of Greek
μεγαλοπρέπεια — η γνώρισμα του μεγαλόπρεπου ανθρώπου, η εντυπωσιακή και επιβλητική εμφάνιση: Το μυστήριο τελέστηκε με μεγαλοπρέπεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεγαλοπρεπείας — μεγαλοπρεπείᾱς , μεγαλοπρέπεια magnificence fem acc pl μεγαλοπρεπείᾱς , μεγαλοπρέπεια magnificence fem gen sg (attic doric aeolic) μεγαλοπρεπείᾱς , μεγαλοπρέπεια magnificence fem acc pl (ionic) μεγαλοπρεπείᾱς , μεγαλοπρέπεια magnificence fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπρεπείαι — μεγαλοπρεπείᾱͅ , μεγαλοπρέπεια magnificence fem dat sg (attic doric aeolic) μεγαλοπρεπείᾱͅ , μεγαλοπρέπεια magnificence fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπρεπείαν — μεγαλοπρεπείᾱν , μεγαλοπρέπεια magnificence fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπρεπείῃ — μεγαλοπρέπεια magnificence fem dat sg (epic ionic) μεγαλοπρέπεια magnificence fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπρέπειαι — μεγαλοπρέπεια magnificence fem nom/voc pl μεγαλοπρέπεια magnificence fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπρεπείην — μεγαλοπρέπεια magnificence fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπρέπειαν — μεγαλοπρέπεια magnificence fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)