-
1 μεγαλειότατος
[мегалиоггатос] ουσ. а. превосходительствоΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μεγαλειότατος
См. также в других словарях:
μεγαλειότατος — η, ο το αρσ. και θηλ. ως ουσ. προσηγορία αυτοκρατόρων και βασιλέων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος υπερθετικός τ. τού επιθ. μεγαλείος] … Dictionary of Greek
Μεγαλειότατος — θηλ. τάτη προσαγόρευση αυτοκρατόρων και βασιλιάδων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν … Dictionary of Greek