Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
μεγα-κλεής
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
κλέος — το (AM κλέος) καλή φήμη, δόξα, αίγλη («κλέος οὐρανόμηκες ἐν βροτοῖσιν ἕξεις», Αριστοφ.) αρχ. 1. φήμη, λόγος, είδηση («τὶ δὴ κλέος ἔστ ἀνὰ ἄστυ;», Ομ. Οδ.) 2. κακή φήμη, προσβολή, ντροπή («θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω», Πίνδ.) 3.… … Dictionary of Greek
ευκλεής — ές (ΑΜ εὐκλεής, ές, Α ποιητ. τ. εὐκλειής, επικ. τ. ἐϋκλειής) αυτός που έχει καλή φήμη, ένδοξος, ονομαστός, περίφημος (α. «οὐ μάν ἧμιν ἐϋκλεὲς ἀπονέεσθαι» δεν είναι ένδοξο για μάς να αποπλεύσουμε, Ομ. Ιλ. β. «εὐκλέα γλῶσσαν» τραγούδι που υμνεί τη… … Dictionary of Greek
μεγακλεής — μεγακλεής, ές (ΑM) αυτός που έχει μεγάλη δόξα, πολύ ένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + κλεής (< κλέος), πρβλ. αγα κλεής, δυσ κλεής] … Dictionary of Greek