Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
μαψῐδίως
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
μαψιδίως — μαψίδιος vain adverbial μαψίδιος vain masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαψίδιος — μαψίδιος, ον και μαψίδιος, η, ον (Α) 1. μάταιος, ψευδής («τὸ δ ἐμὸν ὄνομα μαψίδιον... ἔχει φάτιν», Ευρ.) 2. ανωφελής, μηδαμινός, ασήμαντος. επίρρ... μαψιδίως ανόητα, απερίσκεπτα, άσκοπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάψ (II) + κατάλ. ίδιος (πρβλ. λαθρ ίδιος)] … Dictionary of Greek