Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μαχαιράδικο

См. также в других словарях:

  • μαχαιράδικο — το εργαστήριο κατασκευής ή κατάστημα πώλησης μαχαιριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαχαίρι + κατάλ. άδικο (πρβλ. σκυλ άδικο)] …   Dictionary of Greek

  • μαχαίρι — Κοπτικό εργαλείο με χειρολαβή και μεταλλική λεπίδα. Η κατασκευή των μ. ποικίλει, ωστόσο η λεπίδα τους κατασκευάζεται από σίδερο ή ατσάλι, ενώ η λαβή είτε από το ίδιο μέταλλο (όπως στα τραπεζομάχαιρα), οπότε αποτελεί ενιαίο κομμάτι με τη λεπίδα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»