Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μαφία

См. также в других словарях:

  • μαφία — (Mafia). Δίκτυο παράνομων εγκληματικών οργανώσεων, σικελικής προέλευσης. Η ετυμολογία της λέξης μ. είναι αβέβαιη· πιθανολογείται ότι προέρχεται από την αραβική λέξη μέχια = καυχησιολογία, η οποία σημαίνει στην κυριολεξία νταηλίκι, κομπασμός. Όπως …   Dictionary of Greek

  • μαφία — η (λ. ιταλ.) 1. εγκληματική μυστική οργάνωση που δρα στην Ιταλία και τις ΗΠΑ. 2. ομάδα ανθρώπων που αποκομίζουν οφέλη με παράνομο τρόπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαφιόζος — ο θηλ. α 1. ο συνδεόμενος με τη μαφία, που ανήκει στη μαφία. 2. δικτυωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Σουαχίλι — Ομάδα της φυλής Μπαντού, που κατοικεί την ανατολική ακτή της Αφρικής, απέναντι από τα νησιά Ζανζιβάρη, Μαφία και Πέμπα. Τα μέλη της ομάδας αυτής αποτελούν μείγμα ιθαγενών νέγρων Μπαντού και Αράβων άποικων από τη Ζανζιβάρη, τη Μασκάτη και τη… …   Dictionary of Greek

  • δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη …   Dictionary of Greek

  • σικελικός — ή, ό / σικελικός, ή, όν, ΝΑ [Σικελία / Σικελός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σικελία ή στους Σικελούς (α. «σικελική μαφία» β. «τροφαλίδα τυροῡ Σικελικήν», Αριστοφ.) 2. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από τη Σικελία νεοελλ. φρ. «σικελικός …   Dictionary of Greek

  • συνδικάτο — το, Ν 1. ένωση φυσικών ή νομικών προσώπων για την προάσπιση και εξυπηρέτηση τών κοινών οικονομικών ή επαγγελματικών τους συμφερόντων 2. φρ. α) «εργατικά συνδικάτα» οι συνδικαλιστικές οργανώσεις τών εργαζομένων β) «συνδικάτο τού εγκλήματος» μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • Αντρεότι, Τζούλιο — (Giulio Andreotti, 1919 –). Ιταλός πολιτικός. Εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος το 1946, υπηρέτησε ως υφυπουργός στην κυβέρνηση του Αλτσίντε ντε Γκάσπαρι μέχρι το 1953 και ως υπουργός Εσωτερικών το 1954 στην… …   Dictionary of Greek

  • Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»