-
1 μαστοριά
[масторья] ουσ. Θ. мастерство.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μαστοριά
-
2 мастерской
επ.μαστορικός, ύε μαστοριά•-ое исполнение εκτέλεση με μαστοριά.
-
3 мастерство
мастерствос1. (ремесло) τό ἐπάγγελμα, ἡ τέχνη, τό ἐπιτήδευμα·2. (умение) ἡ μαστοριά, ἡ τέχνη, ἡ δεξιότητα [-ης]. -
4 хватка
хваткаж1. прям., перен τό πιάσιμο, τό σφίξιμο, ἡ λαβή·2. (уменье, ловкость) ἡ μαστοριά, ἡ καπατσοσύνη:\хватка в работе ἡ καπατσοσύνη στή δουλειά· ◊ мертвая \хватка а) ἡ θανατική λαβή, б) τό δάγκαμα θανάτου (о животных). -
5 артистизм
-а α.καλλιτεχνία, μαστοριά, δεξιοτεχνία. -
6 артистичность
-и θ.καλλιτεχνία, δεξιοτεχνία, μαστοριά. -
7 изощрить
изощрить 1-ρί)-ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изощренный, βρ: -рен, -рена, -реноρ.σ.μ. εκλεπτύνω, οξύνω, αναπτύσσω, καλλιεργώ•память καλλιεργώ τη μνήμη•
изощрить слух οξύνω την ακοή•
изощрить ум εκλεπτύνω το πνεύμα•
изощрить внимание αναπτύσσω (εντείνω) την προσοχή.
1. εκλεπτύνομαι, οξύνομαι, αναπτύσσομαι, καλλιεργούμαι.2. επιτηδεύομαι, επιδίδομαι μηχανεύομαι, σοφίζομαι.изощрить 2ρ.δ.βλ. изощрить.1. βλ. изощриться.2. καταβάλλω όλη τη μαστοριά,τις ικανότητες, τη δεξιοτεχνία. -
8 мастерски
επίρ.μαστορικά, με μαστοριά. -
9 мастерство
-а ουδ.1. επάγγελμα, επιτήδευμα, τέχνη.2. δεξιοτεχνία, μαστοριά. -
10 резец
-зца α.1. (τεχ.) κοπίδι. || σμίλη.2. μτφ. τέχνη, μαστοριά γλύπτη.3. (για δόντια) • κοπτήρας. -
11 умение
-я ουδ.ικανότητα, επιτηδειότητα, αξιάδα, μαστοριά, δεξιοτεχνία. -
12 художественный
επ., βρ: -вен, -венна, -о.καλλιτεχνικός•-ая литература λογοτεχνία, φιλολογία•
-ое произведение καλλιτεχνικό ή λογοτεχνικό έργο•
-ые школы οι σχολές Καλώντεχνών•
художественный руководитель театра ο θιασάρχης•
-ое исполнение η καλλιτεχνική εκτέλεση•
-ая гимнастика καλλιτεχνική γυμναστική•
-ая выставка καλλιτεχνική έκθεση•
-ое мастерство καλλιτεχνική μαστοριά•
художественный образ καλλιτεχνικός τύπος ή μορφή•
художественный вкус καλλιτεχνικό γούστο•
-ое дарование καλλιτεχνικό προίκισμα.
εκφρ.- ая самодеятельность – καλλιτεχνική ερασιτεχνία. -
13 художество
-а ουδ.1. παλ. • Τέχνη. || καλλιτεχνία•академия -еств Ακαδημία Καλών Τεχνών.
2. παλ. • τεχνική εκτέλεση, μαστοριά.3. τέχνασμα, μηχάνευμα, κόλπο• δόλος. -
14 эквилибристика
-и θ.ακροβασία, σχοινοβασία• ισορροπία. || μτφ. ικανότητα, δεινότητα• δεξιοτεχνία, μαστοριά.
См. также в других словарях:
μαστοριά — η (Μ μαστοριά και μαστορία και μαστοργά) [μάστορας] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαστορεύω, μαστόρεμα, επιδιόρθωση, επισκευή («τί μαστοριές έκανες πάλι στην κουζίνα») 2. μτφ. δεξιοτεχνία, επιμέλεια, επιδεξιότητα, επιτηδειότητα, ικανότητα,… … Dictionary of Greek
μαστοριά — η 1. η ικανότητα του μάστορα, η τεχνική επιδεξιότητα: Έβαψε τους τοίχους με μαστοριά. 2. μτφ., ικανότητα, δεξιοτεχνία: Η μαστοριά της στη ζαχαροπλαστική είναι ασύγκριτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμαστόρευτος — η, ο [μαστορεύω] 1. αυτός που φτιάχτηκε δίχως μαστοριά, ο κακότεχνος 2. αυτός που καταστρώθηκε και εκτελέστηκε αδέξια … Dictionary of Greek
διδασκαλικά — και δασκαλικά επίρρ. (Μ) [διδασκαλικός] με τέχνη, με μαστοριά, επιτήδεια … Dictionary of Greek
επιδεξιότητα — η (AM ἐπιδεξιότης) [επιδέξιος] η ιδιότητα τού επιδέξιου, ικανότητα, ευφυΐα («διὰ τὴν ἐπιδεξιότητα και νουνέχειαν τἀνδρός», Πολύβ.) νεοελλ. τέχνη, μαστοριά (α. «τις επιδεξιότητες τού κονταριού μαθαίνει» β. για ζωγραφιά, «με τόση επιδεξιότητα τήν… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… … Dictionary of Greek
μανιτζάρω — και μαλιτζάρω χειρίζομαι («το σπαθί να βγάλω απ το φουκάρι, να δεις με πόση μαστοριά θέλω τό μανιτζάρει», Φορτουν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. manizar] … Dictionary of Greek
μαστορεύω — (Μ μαστορεύω και μαστορεύγω) [μάστορας] εργάζομαι σαν να είμαι μάστορας κατασκευάζοντας ή επιδιορθώνοντας κάτι («κάθε Κυριακή όλο και κάτι μαστορεύει στο σπίτι») νεοελλ. 1. κατασκευάζω ή επιδιορθώνω κάτι με επιδεξιότητα, φιλοτεχνώ, καλοδουλεύω 2 … Dictionary of Greek
μαστορικός — ή, ό [μάστορας] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει στον μάστορα («μαστορικά σύνεργα») 2. μτφ. (για πράγματα ή και πράξεις) ο καμωμένος με τέχνη και επιδεξιότητα, έντεχνος, καλοδουλεμένος, καλοφτιαγμένος («μαστορικό σκάλισμα τού ξύλου»)… … Dictionary of Greek
περισσοτεχνία — η, ΝΑ 1. η υπερβολική ακρίβεια στην τέχνη, η υπερβολική επιτήδευση 2. η μεγάλη μαστοριά, η επιδεξιότητα στην τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + τεχνία (< τέχνης < τέχνη), πρβλ. καλλι τεχνία] … Dictionary of Greek