-
1 мучение
-
2 истязанне
истяза||ннес1. (действие) τό βασάνισμα, τό μαρτύριο[ν]·2. (пытка) τό βα· σανιστή ριο[ν], τό μαρτύριο[ν]. -
3 пытка
пытк||аж1. τά βασανιστήρια, ἡ βάσανος, τό μαρτύριο:орудия \пыткаи τά ὅρ-γανα βασανισμού, τά βασανιστήρια· подвергнуть \пыткае βασανίζω, ὑποβάλλω σέ βασανιστήρια, ὑποβάλλω σέ μαρτύρια·2. перен τό μαρτύριο[ν], τό βάσανο, ἡ ταλαιπωρία, ἡ δοκιμασία. -
4 мука
-и θ.βάσανο, μαρτύριο, αγωνία, άγχος•επιθανάτια αγωνία•-и ревности το βάσανο της ζήλειας•
-и голода το μαρτύριο της πείνας•
-и ожидания η αγωνία αναμονής•
- и ада παλ. τα μαρτύρια της κόλασης•
вечные -и αιώνια βάσανα.
II-и θ. αλεύρι, άλευρο•пшеничная το σιτάλευρο•
кукурузная мука καλαμποκάλευρο, αραβοσιτάλευρο•
ржаная мука σικαλίσιο αλεύρι ή βριζάλευρο•
ячменная мука κριθάλευρο•
картофельная мука πατατάλευρο•
костяная мука οστεάλευρο.
|| σκόνη•мраморная мука μαρμαρόσκονη.
εκφρ.перемелется мука будет – σιγά-σιγά όλα θα γίνουν ή αγάλια-αγάλια γίνετ η αγουρίδα μέλι. -
5 житье
жить||ес разг ἡ ζωή / ἡ ὕπαρξη [-ις] (существование):привольное \житье ἡ ξένοιαστη ζωή· ◊ мне от него \житьея нет μοῦ κάνει τό βίο ἀβίωτο μοῦ, κάνει τή ζωή μαρτύριο. -
6 истязать
истяза||тьнесов βασανίζω, ὑποβάλλω σέ μαρτύριο[ν], ταλαιπωρώ. -
7 каторга
катор||гаж1. τά κάτεργα, τό κάτερ-γο[ν]·2. черен. τό μαρτύριο[ν]. -
8 мучение
мучени||ес τό μαρτύριο[ν], τό βάσανο:подвергнуть \мучениеям βασανίζω, ὑποβάλλω σέ μαρτύρια· испытывать \мучениея βασανίζομαι· с ним одно \мучение αὐτός εἶναι πραγματικό βάσανο. -
9 страдание
страда́||ниес τό βάσανο[ν], τά βάσανα, τό μαρτύριο, τά πάθη. -
10 сущий
су́щ||ийприл разг ἀληθινός, πραγματικός:\сущийая правда ἡ καθαρή ἀλήθεια· \сущийее наказание πραγματικό βάσανο, πραγματικό μαρτύριο. -
11 танталов
танталовприл:\танталовы муки τό μαρτύριο той Ταντάλου. -
12 терзание
терза́||ниес τό βάσανο[ν], τό μαρτύριο. -
13 каторга
[κάταργκα] ουσ. θ. μαρτύριο -
14 пытка
[πύτκα] ουσ. Θ. τα βασανιστήρια, μαρτύριο -
15 страдание
[στραντάνιιε] ουσ. ο. μαρτύριο, βάσανο -
16 каторга
[κάταργκα] ουσ θ μαρτύριο -
17 пытка
[πύτκα] ουσ θ τα βασανιστήρια, μαρτύριο -
18 страдание
[στραντάνιιε] ουσ ο μαρτύριο, βάσανο -
19 истязательство
-а ουδ.βάσανο, τυραγνία, μαρτύριο. -
20 маета
-ы θ. (απλ.) ταλαιπωρία, βάσανο, παιδεμός, μαρτύριο•маета мне с ним! βάσανο μου είναι αυτός!
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μαρτύριο — το (AM μαρτύριον) 1. αποδεικτικό στοιχείο, τεκμήριο (α. «τα δακτυλικά αποτυπώματα είναι το ισχυρότερο μαρτύριο τής ενοχής του» β. «μαρτύριον δέ Δήλου γὰρ καθαιρομένης...», Θουκ.) 2. κακοποίηση ή βασανιστήριο μέχρι θανάτου («οι χριστιανοί… … Dictionary of Greek
μαρτύριο — το 1. μαρτυρία, απόδειξη, πειστήριο, βεβαίωση: Δεν είχε μαρτύρια για να αποδείξει την αλήθεια. 2. βασανιστήριο: Τράβηξε πολλά μαρτύρια στη φυλακή. 3. οι βασανισμοί των χριστιανών: Το μαρτύριο του αγίου Γεωργίου. 4. πόνος σωματικός ή ψυχικός,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τάνταλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Φρυγίας και της Λυδίας, πατέρας του Πέλοπα, του επώνυμου ήρωα της Πελοποννήσου. Ήταν κυρίως γνωστός για το μαρτύριο στο οποίο υποβλήθηκε στον Άδη, όπου τον βασάνιζαν αιώνια η πείνα και η δίψα· ήταν… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Αθανάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Ταρσού. Μαρτύρησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Βαλεριανού (253 259), γιατί βάφτισε κάποια νέα που ονομαζόταν Ανθούσα. Συνεορτάζουν στις 22 Αυγούστου. 2. Ένας από τους 33 μάρτυρες, που… … Dictionary of Greek
Αλτντόρφερ, Άλμπρεχτ — (Albrecht Altdorfer, 1480 – 1538). Γερμανός ζωγράφος και χαράκτης. Ελάχιστες πληροφορίες υπάρχουν για τη ζωή του. Γεννήθηκε πιθανώς στο Ρέγκενσμπουργκ· το 1499 έφυγε από την πόλη αυτή για να ακολουθήσει τον πατέρα του, αλλά ξαναγύρισε το 1505.… … Dictionary of Greek
Δίρκη — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν σύζυγος του βασιλιά της Θήβας, Λύκου. Η Δ. κράτησε αιχμάλωτη για πολλά χρόνια την ερωμένη του Δία, Αντιόπη, μητέρα των διδύμων Αμφίονος και Ζήθου, που είχαν αφεθεί νεογέννητοι στον Κιθαιρώνα και τους ανέθρεψαν βοσκοί.… … Dictionary of Greek
Κράναχ — (Cranach). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της οικογένειας των Γερμανών ζωγράφων και χαρακτών Μίλερ (Müller). 1. Λούκας, ο Πρεσβύτερος (Lucas, Κράναχ Φραγκονίας 1472 – Βαϊμάρη 1553). Άρχισε τη σταδιοδρομία του ως βοηθός στο εργαστήριο χαρακτικής του… … Dictionary of Greek
Μπενβενούτι, Πιέτρο — (Pietro Benvenuti, 1769 – 1844). Ιταλός ζωγράφος. Διακόσμησε την αίθουσα του Ηρακλή, στο Παλάτσο Πίτι της Φλωρεντίας, με συνθέσεις που αναφέρονται στα κατορθώματα του ήρωα, καθώς και το παρεκκλήσι των Μεδίκων, στον Άγιο Λαυρέντιο της Φλωρεντίας… … Dictionary of Greek
Ρήγας Βελεστινλής — (Βελεστίνο 1757 – Βελιγράδι 1798). Πρόδρομος και πρωτομάρτυρας του απελευθερωτικού Αγώνα και ο πιο χαρακτηριστικός τύπος λογίου, που συνδύασε άμεσα το κήρυγμα του διαφωτισμού με την επαναστατική δράση. Πολύ λίγες ιστορικές ειδήσεις έχουμε για τη… … Dictionary of Greek